Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν (Ψωμάς ή Κυριακού) γεννήθηκε στο Αδραμύτιο το 1871 και διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στις Κυδωνίες. Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1896. Μετὰ την αποπεράτωση των σπουδών του διορίστηκε Ιεροκήρυκας και Διευθυντής των Σχολείων της πόλεως Μαγνησίας της Μικράς Ασίας.
Το 1899 προσελήφθη από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Ε΄ στα Πατριαρχεία ως Τριτεύων και συγχρόνως διορίστηκε καθηγητής των θρησκευτικών στο Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, όπου δίδαξε για μια εξαετία. Επί της Πατριαρχείας Ιωακείμ του Γ΄ προήχθη σε Δευτερεύοντα και κατόπιν σε Μέγα Αρχιδιάκονο και Μέγα Πρωτοσύγκελλο. Το 1912 εξελέγη Μητροπολίτης Ρόδου. Το επόμενο έτος αναγκάστηκε να αποχωρήσει γιατί λόγῳ των σχέσεων του με την Ιταλική διοίκηση παρεξηγήθηκε ἄδικα απὸ τους προύχοντες και τον λαό της Ρόδου, οι οποίοι τον κατήγγειλαν στο Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο δεν αποδέχθηκε τις κατηγορίες αλλά λόγῳ του επικρατήσαντος κλίματος ἀναγκάστηκε να τον μεταθέσει στην Μητρόπολη Σηλυβρία. Το 1915 εξελέγη Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως, το 1925 Νικαίας και το 1933 Ηρακλείας.
Την 18 Ιανουαρίου 1935 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ως διάδοχος του Πατριάρχου Φωτίου. Επί της πατριαρχείας του ἀνακηρύχθηκε αυτοκέφαλη η Ἐκκλησία της Αλβανίας (1937), επέστρεψαν στην Ορθοδοξία οι Καρπαθορώσσοι Ουνίτες της Αμερικής και ήρθη το από του 1872 Βουλγαρικό σχίσμα (1945) με την αναγνώριση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας Βουλγαρίας. Επί των ημερών του συνέβη η μεγάλη πυρκαϊά (1941) η οποία αποτέφρωσε τον Πατριαρχικό Οίκο. Εκοιμήθη την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου του έτους 1946.