Η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei προσπάθησε να τον διαβάλη χαλκεύοντας στα σκοτεινά γραφεία της μια καλβινίζουσα πλαστή, κακέμφατη και ψευδεπίγραφη «Ομολογία Πίστεως», την οποία ο Λούκαρις ουδέποτε αναγνώρισε ούτε υπεστήριξε πολεμούμενη. Καλβινιστής, λοιπόν, ο Λούκαρης! Πριν λίγα χρόνια τον είχαν παρουσιάσει ως παπιστή. Τώρα, ξαφνικά, έγινε …Προτεστάντης!… Αιρετικός!… Ποιος; Αυτός που τον διέκρινε τέτοια ευλάβεια για την Παναγία, ώστε στα Πατριαρχικά του Συγίλλια, αναφερόμενος στη Θεοτόκο πάντοτε έγραφε «της Υπεραγίας μου Θεοτόκου». Ποτέ χωρίς εκείνο το μου, εκείνη την έκφρασι βαθειάς προσωπικής σχέσεως προς την Μάννα των Χριστιανών, την ώρα που οι Καλβινιστές και λοιποί Προτεστάντες στο άκουσμα και μόνο της λέξεως Θεοτόκος αρρώσταιναν. Προτεστάντης, αυτός που κατέταξε επισήμως στη χορεία των Αγίων τον Όσιο Γεράσιμο της Κεφαλλονιάς (Ιούλιος 1626), όταν οι Προτεστάντες αρνούνται την τιμή στους Αγίους.
Στο πρόσωπό του συνδυαζόταν άριστα η παιδεία με την ευαγγελική αρετή και την καθημερινή συσταύρωσι με τον Χριστό και με το σταυρωμένο Γένος.
Ο θείος του Μελέτιος Πηγάς τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια (1593), όπου τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο (Σύγκελλο), και τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη για να λάβουν μέρος στη Σύνοδο που συγκάλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός. Τότε έβραζε η Ανατολική Ευρώπη από τις λυσσώδεις προσπάθειες τού Βατικανού για τον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων στο Λατινικό δόγμα, με δούρειο ίππο την Ουνία. Ο βασιλεύς της Πολωνίας Σιγισμούνδος ο Γ΄ (1587 – 1632) είχε γίνει όργανο τού αμφιλεγόμενου Τάγματος των Ιησουιτών και είχε εξαπολύσει απηνή διωγμό κατά των Ορθοδόξων. Οι δύο Πατριάρχες έστειλαν τον νεαρό Κύριλλο Λούκαρι, μαζί με τον Αρχιμανδρίτη Νικηφόρο Παράσχη–Καντακουζηνό, να βοηθήσουν τους Ορθοδόξους της Ρουθηνίας, της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας στην αντιμετώπιση τού προσηλυτισμού των Ιησουιτών και τού διωγμού τού Σιγισμούνδου.
Στη Βίλνα της Λιθουανίας ο Λούκαρις ίδρυσε Ακαδημία και τη διηύθυνε για λίγο, πρωτοστάτησε δε στην ίδρυση τυπογραφείου, όπου θα ετυπώνοντο και ελληνικά βιβλία «ανοθεύτως». Ακόμη εδίδαξε στο σχολείο του Λβώφ και στην Ακαδημία τού Οστρόγκ. Κατά τη ληστρική εκείνη «Σύνοδο» τού Μπρέστ-Λιτόφσκ (1596), που συγκάλεσε ο Σιγισμούνδος και εσκηνοθέτησε τη δήθεν «ένωση» των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, οι δύο φιλόχριστοι κληρικοί υπεράσπισαν με παρρησία το ευσεβές δόγμα, μαζί με τους λίγους Επισκόπους που δεν υπέκυψαν στις στραγγαλιστικές παπικές πιέσεις και τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Οστρόγκσκι. Ακολούθησε φρικαλέος διωγμός και ο Κύριλλος με τον Νικηφόρο εγνώρισαν από την καλή το αληθινό πρόσωπο τού λατινικού φανατισμού. Αγωνίστηκαν σκληρά, με προφητικό ζήλο και άκαμπτο φρόνημα, αποκαλύπτοντας την καταχθόνια βατικάνια πλεκτάνη, διαφωτίζοντας κατάλληλα τους Ορθοδόξους και προτρέποντας τους να παραμείνουν ανενδότως πιστοί στην πνευματική τους Μάνα Ορθοδοξία, να μην προδώσουν την αλήθεια της Εκκλησίας αποδεχόμενοι τη σκοτεινή ψευδοένωσι. Οι Λατίνοι συνέλαβαν τον Νικηφόρο, τον φυλάκισαν και τον εθανάτωσαν. Ο Λούκαρις κατάφερε να ξεφύγη, να επιστρέψη για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου επανήλθε δριμύτερος, αγωνιζόμενος εναντίον της προπαγάνδας και των αφιλάδελφων προσπαθειών των Ρωμαιοκαθολικών στη Μολδαβία, στην Ουκρανία και στην Πολωνία. Στην Πολωνία εργάσθηκε ανυψώνοντας την Ορθοδοξία μέχρι το 1601, οπότε ο Γέροντας του Μελέτιος Πηγάς τον κάλεσε πίσω στην Αλεξάνδρεια, προαισθανόμενος τον θάνατο του (13 Σεπτ. 1601). Το 1599 ο Ιησουίτης Πέτρος Σκάργα δημοσίευσε εδώ μια «Ομολογία Πίστεως» σαν τάχατις έργο τού Λουκάρεως, στην οποία ο υποτιθέμενος συγγραφέας της παρουσιαζόταν ως παπικός και αντιλουθηρανός. Πρόκειται για ένα κείμενο πέρα ως πέρα πλαστό και ψευδεπίγραφο, το πρώτο που η αδίστακτη προπαγάνδα του Βατικανού θα εχάλκευε και θα εκυκλοφορούσε για να συκοφαντήση τον αγωνιστή της ευσέβειας. Αυτόν που πάντοτε έλεγε για τον Πάπα ότι «έχει φανερά τα σημάδια του αντίχριστου. Δεν λέγω πώς είναι αντίχριστος, αλλά πώς είναι πρόδρομος τού Αντιχρίστου».
Κατά πάντα άξιος και ικανός, εξελέγη, σύμφωνα και με την επιθυμία και υποθήκη τού Γέροντα του, νέος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ως Κύριλλος ο Γ΄ (1601 -1620), σε ηλικία τριάντα μόλις ετών. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Κύριλλος ανέπτυξε αξιοθαύμαστη δράσι για την πνευματική και υλική ανασυγκρότηση τού Πατριαρχείου και τού ποιμνίου του. Καλλιέργησε το θείο κήρυγμα και τη μελέτη των Αγίων Γραφών, επισκεύασε ναούς, έκτισε καινούργιους, ενοικοκύρεψε τα οικονομικά της Εκκλησίας, ετακτοποίησε τα χρέη τού Πατριαρχείου. Επειδή οι Ιησουίτες με την προπαγάνδα τους προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τους αφελέστερους από τους πιστούς της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, τους πολέμησε σκληρά, καλώντας σε επικουρία και τους Άγγλους. Οι Κόπτες και οι Νεστοριανοί πολεμούσαν κι αυτοί από κοινού το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. «Οι τυφλοί με τους τυφλούς!». Αυτός ήταν ο σχολιασμός τού Κυρίλλου για το κοινό μέτωπο των αιρετικών, ενώ τους Νεστοριανούς τους εχαρακτήρισε και ως «Πανώλιν (πανούκλα) της Ανατολής» και τους αντιμετώπισε κι αυτούς με συνέπεια. Οι εμπερίστατες Εκκλησίες των Ιεροσολύμων και της Κύπρου εζήτησαν βοήθεια του. Δεν την αρνήθηκε. Είχε την αίσθηση ότι ήταν διάκονος της Εκκλησίας τού Χριστού οπουδήποτε Εκείνη είχε ανάγκη των υπηρεσιών του. Στη νοτιοδυτική Ρωσία η προπαγάνδα των Ιησουϊτών είχε αρχίσει ξανά να κάνη θραύση. Δεν εδίστασε. Έτρεξε να βοηθήση κι εκεί τη χειμαζόμενη Ορθοδοξία. Καθ’ οδόν, το 1512, στην Κωνσταντινούπολη τού ανατέθηκαν καθήκοντα Επιτηρητού τού Οικουμενικού θρόνου. Εκεί είδε με λύπη του ότι η Λερναία Ύδρα τού Ιησουίτικου σκοταδισμού απειλούσε και αυτό το ιερό κέντρο της Ορθοδοξίας. Αφού έκαμε και στην Πόλη κατά δύναμιν το χρέος του προς την Εκκλησία, πορεύθηκε στη Ρωσία, στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όπου επί δύο χρόνια εθηριομάχησε κυριολεκτικά, πολεμώντας, με καθημερινό κίνδυνο της ζωής του, τις ανόσιες προσηλυτιστικές προσπάθειες και τις καταχθόνιες μεθόδους που μετήρχοντο οι Λατίνοι για να επιβάλουν στην περιοχή το εκκλησιαστικό τέρας της Ουνίας. Για να ενίσχυση τους Ορθοδόξους, ο Κύριλλος έγραψε και δυό αντιλατινικές πραγματείες: α) Περί της αρχής ή τού πρωτείου τού Πάπα και β) Διάλογος φιλαλήθους και ζηλωτού.
Στα πλαίσια των αγώνων του εναντίον τού παπικού προσηλυτισμού άρχισε από νωρίς ν’ αναπτύσσει σχέσεις με εξέχουσες προσωπικότητες τού χώρου της Διαμαρτυρήσεως, όπως ο Αγγλικανός Αρχιεπίσκοπος τού Καντέρμπουρυ Γεώργιος Άμποτ, οι Βασιλείς Κάρολος Α΄ της Αγγλίας και Γουσταύος–Αδόλφος Β΄ της Σουηδίας κ.ά. Οι άνθρωποι αυτοί τον εθαύμασαν, τον εσέβονταν και τον αγαπούσαν ειλικρινά ως μια μοναδική για την εποχή του προσωπικότητα της Εκκλησίας με στίλβουσα αρετή, σπάνια παιδεία και γλωσσομάθεια, έξοχη θεολογική συγκρότηση, γνήσιο πατερικό και μαρτυρικό ήθος. Σύμφωνα με τον Trivier, «Οι μεγαλύτεροι πολιτικοί και σοφοί της Ευρώπης επεζήτουν την φιλίαν του και ολόκληρος η Ευρώπη κατά τας αρχάς τού ΙΖ΄ αιώνος αντηχεί από την φήμην των αρετών και γνώσεων τού Έλληνας Πατριάρχου». Ο Λούκαρις ήλπιζε ότι θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προσπαθειών του Βατικανού εις βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στις 4 Νοεμβρίου 1620, η Αγία και Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις διαδοχήν Τιμοθέου τού Β΄ εξέλεξε τον «επ’ αρετή και σοφία διαβόητον» Πατριάρχη Αλεξανδρείας ως Οικουμενικό Πατριάρχη. Έτσι, ο Κύριλλος Α΄ ανέλαβε το πηδάλιο τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τού Γένους σε ώρες εξαιρετικά δύσκολες. Στην Ευρώπη μαινόταν ο Τριακονταετής Πόλεμος. Οι Παπικοί συγκρούονταν σκληρά με τους Προτεστάντες. Η Μεταρρύθμισις είχε αποδεκατίσει το ποίμνιο της Ρώμης και το Βατικανό, ταπεινωμένο και αγχωμένο, επάσχιζε ν’ ανακτήση τις δυνάμεις του διά πυρός και σιδήρου. Παράλληλα, θέλησε ν’ αναπλήρωση τους λαούς που ξέφυγαν από τους κόλπους του με καινούργιους πιστούς, τους οποίους έκρινε πώς έπρεπε ν’ απόσπαση από τον κόσμο των Ορθοδόξων. Έτσι, η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei χρησιμοποιώντας τους Ιησουίτες σαν δυνάμεις καταδρομών και την Ουνία σαν στολή παραλλαγής (καμουφλάζ), αποδόθηκε σ’ έναν ανίερο λυσσαλέο αγώνα κατά της Ορθοδοξίας.
Ο Λούκαρις δεν κάθισε ούτε δευτερόλεπτο με σταυρωμένα χέρια. Με κηρύγματα, με επιστολές, με συστηματική διαφώτιση των πιστών αγωνιζόταν ν’ αποκρούσει τη λατινική προπαγάνδα. Δίπλα του στάθηκαν με ειλικρινή αγάπη ο Κορνήλιος Χάγα, Πρεσβευτής των Στάτων Γενεράλων (Ολλανδίας) στην Κωνσταντινούπολι κι ο Εφημέριος της Πρεσβείας Αντώνιος Λεγήρος, καθώς κι ο Άγγλος Πρεσβευτής Σερ Τόμας Ρώσυ κι ο Εφημέριος της Πρεσβείας τού Έντουαρντ Πόκοκ. Η βοήθειά τους ήταν συχνά ανεκτίμητη, την ώρα που οι Πρεσβευτές της Γαλλίας Σεζύ (Philippe Harlay Comte de Cesy) και της Αυστρίας Rudolph Shmid Schwarzenhorn–ο κατά τον ανεκδιήγητο Κονταρή: «Εκλαμπρότατος Αμπασαδόρε τού Χριστιανικωτάτου και Γαληνότατου Βασιλέως και Αυτοκράτορας Υπεραδόρου», όχι μόνο υπεστήριζαν αναφανδόν, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον τους Ιησουίτες και τους Καπουτσίνους, άλλα και ετοίμαζαν μετά σπουδής την φυσική εξόντωσι τού μαρτυρικού Πατριάρχου. Άλλωστε, η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei είχε λάβει κατά τη συνεδρία της 25-7-1628, προεδρεύοντος τού Πάπα Ουρβανού τού Η΄ απόφασι να εξοντώση τον Λούκαρι ως «αιρετικό».
Οι Ιησουίτες, τα κύρια προπαγανδιστικά όργανα τού Βατικανού και εν ταύτω πράκτορες (τότε) της γαλλικής διπλωματίας, την οποία εκ των παρασκηνίων διηύθυνε ο διαβόητος Πιέρ Ζοζέφ Τραμπλαί, η «Τεφρά Πανιερότης» (L’ Eminance Grise) – όπως πέρασε στη διεθνή διπλωματική γλώσσα -είχαν ιδρύσει για προσηλυτιστικούς λόγους ελληνικό σχολείο μέσα στην Κωνσταντινούπολι. Αυτό, όπως γράφει ο Λούκαρις, «τους χάρισε τόση επιτυχία, όση θα είχε και μια αλεπού ατό κοτέτσι». Αναδιοργάνωσε, λοιπόν, ο Κύριλλος εσπευσμένα την Πατριαρχική Σχολή και ίδρυσε το 1627 Πατριαρχικό Τυπογραφείο (το πρώτο ελληνικό Τυπογραφείο!), για να τυπώνωνται τα ιερά κείμενα και τα Ορθόδοξα δόγματα στη γλώσσα τού λαού, να φωτίζεται ο κόσμος και να στερεώνεται στην πίστι του. Η «αγάπη» όμως των Ιησουϊτών έσπευσε να διαβάλη στις τουρκικές αρχές τον Πατριάρχη και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, με αποτέλεσμα να ορμήσουν οι Γενίτσαροι και να το καταστρέψουν παντελώς. Οι Ρωμαιοκαθολικοί επανηγύρισαν τη συμφορά μας και παράλληλα κατηγορούσαν και ειρωνεύονταν τον Ελληνισμό για την αμορφωσιά και το κατάντημα του. Όμως ο μεγάλος Πατριάρχης έκλεισε κάθε βέβηλο στόμα με τούτα τα λόγια:
«Ημπορούσε να ειπούν οι Λατίνοι ότι χειρότερα είσθε σεις οι Ανατολικοί παρά ημάς, διότι βασιλείαν δεν έχετε. Διά την υπερηφάνειαν σας την επήρεν ο Θεός (…). Μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είστε δούλοι και έχετε τους Τούρκους επάνω εις τα κεφάλια σας (…). Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα, αλήθεια είναι, αμή ας μετρήσουν δύο πράγματα οι Λατίνοι: Πρώτον, ότι τον καιρόν τον παλαιόν, όσον η σοφία επολιτεύετο εις την Ελλάδα, τους Λατίνους οι Έλληνες είχον διά βαρβάρους. Και τώρα, αν εβαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι εσοφίσθησαν, παράδοξον δεν είναι. Η πτώχεια και η αφαίρεοις της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν.
Δεύτερον, ας λογιάσουν ότι αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτερικήν, έχομεν, χάριτι Χριστού, σοφίαν ανωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την Ορθόδοξόν μας Πίστιν, και εις τούτο είμεθα ανώτεροι από τους Λατίνους εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας, και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας, και να χύνωμεν το αίμα μας διά την πίστιν και την αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκιάν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα τώρα διακόσιους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διό να στέκουν εις την πίστιν τους, και λάμπει η Πίστις τού Χριστού και το μυστήριον της ευσέβειας, και σεις μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σας δεν εθέλω εμπρός εις τον Σταυρόν τού Χριστού. Κάλλιον ήτο να έχη τινάς και τα δύο, δεν το αρνούμαι, πλην από τα δύο, τον Σταυρόν του Χριστού προτιμώ».
Τον Σταυρόν τού Χριστού που προτιμούσε από την αδιαφόρετη κοσμική σοφία και τις αλεπουδοευγένειες των Ρωμαιοκαθολικών ο μεγάλος αυτός Πρωθιεράρχης μας, ο «Μωυσής του Γένους», όπως εύστοχα ωνόμασε τον Λούκαρι ο Κ. Σαρδελής, αυτό τον Σταυρό τον εσήκωσε πολυειδώς και πολυτρόπως. Οι ασταμάτητες μηχανορραφίες, οι ατέλειωτες ραδιουργίες και οι ασίγαστες διαβολές των Ιησουϊτών, τους οποίους είχε επιτέλους καταφέρει να απομακρύνη από τ’ Οθωμανικό κράτος το 1627, έστω και προσωρινά, η ροή αφθόνου χρυσίου από τις Πρεσβείες των Παπικών βασιλιάδων προς τα θυλάκια τού Μεγάλου Βεζύρη και πολλών επί μέρους οργάνων της τουρκικής διοικήσεως, η μικρόνοια και μωροφιλοδοξία ωρισμένων ημετέρων και μάλιστα τού ανεκδιήγητου σπουδαρχίδου Κυρίλλου Κονταρή, τού «Κακοεκβερροίας», η βραδύτητα η αδυναμία προς ενέργεια των ξένων φίλων του, ωδήγησαν στο μαρτύριο τον μεγαλόπνοο Πατριάρχη. Μέσα σε δεκάξι χρόνια, πέντε φορές κατέβηκε από τον Πατριαρχικό Θρόνο. Μα και άλλες τόσες ξανανέβηκε, μετά από απαίτησι κλήρου και λαού, που αναγνώριζε στο σεπτό πρόσωπό του τον γνήσιο και καλό Ποιμένα, τον μιμητή τού Αρχιποίμενος Χριστού. Άλλωστε και η πλειονότης των Αρχιερέων τον αγαπούσε, τον σεβόταν, τού ήταν αφοσιωμένη. Εξορίσθηκε επανειλημμένα, ταπεινώθηκε, προπηλακίσθηκε. Η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei προσπάθησε να τον διαβάλη χαλκεύοντας στα σκοτεινά γραφεία της μια καλβινίζουσα πλαστή, κακέμφατη και ψευδεπίγραφη «Ομολογία Πίστεως», την οποία ο Λούκαρις ουδέποτε αναγνώρισε ούτε υπεστήριξε πολεμούμενη. Καλβινιστής, λοιπόν, ο Λούκαρης! Πριν λίγα χρόνια τον είχαν παρουσιάσει ως παπιστή. Τώρα, ξαφνικά, έγινε …Προτεστάντης!… Αιρετικός!… Ποιος; Αυτός που τον διέκρινε τέτοια ευλάβεια για την Παναγία, ώστε στα Πατριαρχικά του Συγίλλια, αναφερόμενος στη Θεοτόκο πάντοτε έγραφε «της Υπεραγίας μου Θεοτόκου».
Ποτέ χωρίς εκείνο το μου, εκείνη την έκφρασι βαθειάς προσωπικής σχέσεως προς την Μάννα των Χριστιανών, την ώρα που οι Καλβινιστές και λοιποί Προτεστάντες στο άκουσμα και μόνο της λέξεως Θεοτόκος αρρώσταιναν. Προτεστάντης, αυτός που κατέταξε επισήμως στη χορεία των Αγίων τον Όσιο Γεράσιμο της Κεφαλλονιάς (Ιούλιος 1626), όταν οι Προτεστάντες αρνούνται την τιμή στους Αγίους. Άξιος, λοιπόν, να τον γδάρη ζωντανό η «Ιερά Εξέτασις» και να τον κάψη επί της πυρός στη Μάλτα!… Έτσι, το ξεχείλισμα της αξιομισθίας των Ιησουϊτών ήταν η τελική κατασυκοφάντισι τού αγίου Πατριάρχου στον αφειδώς χρηματισθέντα από την Αυστριακή Πρεσβεία Μεγάλο Βεζύρη Μπαϊράμ Πασά (συνεργούντος και τού παναθλιωτάτου Κονταρή) ως δήθεν συνεννοουμένου με τους Κοζάκους για επανάστασι και κοινή επίθεσι κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος Μουράτ ο Δ’, ευρισκόμενος σε εκστρατεία κατά των Περσών στη Μικρά Ασία για ανάκτησι της Βαγδάτης, στο άκουσμα τού «κινδύνου», εξέδωσε την απόφασι για θανάτωσι τού Εθνάρχου. Έτσι, στις 27 Ιουνίου 1638, οι Γενίτσαροι συνέλαβαν τον Κύριλλο, τον πήγαν στα παράλια τού Αγ. Στεφάνου (Γιεσίλκιου, όπου σήμερα το αεροδρόμιο της Κων/πόλεως), τον έπνιξαν και τον έθαψαν. Κι όταν η πικρή είδησι μαθεύτηκε και ξεσηκώθηκε ο λαός (ήταν η πρώτη φορά που εφονεύετο Πατριάρχης) και γύρεψε το ιερό Του λείψανο να το κηδέψη, «εντίμως και μετά παρρησίας», ο ανάξιος «διάδοχός» Του και συνένοχος τού αίματός Του Κονταρής συνεννοήθηκε με τους Γενίτσαρους, οι οποίοι λαβόντες το ικανόν, ξέθαψαν το λείψανο και το πέταξαν στη θάλασσα. Βρέθηκε αργότερα και θάφτηκε στο νησύδριο τού Αγ. Ανδρέα, στην Προποντίδα.
«Και ούτως εκ ζηλοτυπίας, φθόνου και υποκριτικών τε και αδικωτάτων συκοφαντιών καταβληβείς, απεβίωσε Κύριλλος ο Λούκαρις, ο μέγιστος εκείνος ανήρ, όστις παρά τα άμεμπτα αυτού ήθη και τον πάσης επονειδίστου πράξεως ακηλίδωτον βίον, ήτο προωρισμένος να υποστή, υπερασπίζων την ευαγγελικήν θρησκεία, φοβερός συμφοράς και σκληρότατον θάνατον» (Th.Smith. Miscellanea, 1866, ρ. 130). Σήμερα τα ιερά λείψανα τού Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Κυρίλλου τού Λουκάρεως θησαυρίζονται στο Μοναστήρι του. Στη Μονή Αγκαράθου της Κρήτης.
Η χάρις Του ας σκέπη την Ορθοδοξία όλη και την πονεμένη μας Ρωμιοσύνη.