Αποτελεί στ᾿ ἀλήθεια ιδιαίτερη τιμή αλλά και μεγάλη πρόκληση για την ταπεινότητα μου η παρουσίαση σήμερα στοιχείων της μεγάλης θεολογικής παρακαταθήκης του ιερού πατρός Κυρίλλου Αλεξανδρείας και συγεκριμένα της Χριστολογίας του, στους βασικούς άξονες της οποίας στηρίχθηκε πέρα από την Γ’ και ο Όρος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκρυστάλλωση του Χριστολογικού Δόγματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Χρήσιμο όμως θα ήταν προτού επιχειρήσουμε την εξέταση της καθαυτής δογματικής του διδασκαλίας, να γίνει μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο της εποχής του ιερού Πατρός. Γεννημένος στα τέλη του 4ου αιώνα ο Κύριλλος εισήλθε από νεαρή ηλικία στα εκκλησιαστικά, λόγω και της συγγένειας του με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο, τον οποίο και διαδέχτηκε παρά τις έντονες αντιρρήσεις, τόσο της πολιτικής εξουσίας, όσο και του εκκλησιαστικού κατεστημένου της Αλεξάνδρειας. Η συμβολή του για καταλλαγή και ειρήνευση στη χειμαζόμενη τότε Αλεξανδρινή Εκκλησία, αφενός λόγω των Νοβατιανών εριδών και αφετέρου των Ιουδαίων της πόλης ήταν μεγάλη, παρόλες τις μομφές που διατυπώθηκαν για τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Αξίζει εν προκειμένω να αναφερθεί, ότι η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει και ο Παν. Χρήστου στην Πατρολογία του από την εργώδη προσπάθεια των ηγετών της Εκκλησίας να καλύψουν τις ανάγκες ενός οργανισμού αυξανόμενου συνεχώς, ο οποίος μόλις είχε εξέλθει από έναν πόλεμο 300 περίπου ετών. Είναι η περίοδος που η Εκκλησία έχει βρει την θέση της στην Πολιτεία και έχει κατανοήσει την ιστορική αποστολή της, ως θεανθρώπινος θεσμός. Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης ζητούμενο ήταν και η δογματική κατοχύρωση, έναντι των ποικίλων αιρέσεων που προκύπτουν εκ της ελλείψεως επισήμου δογματικής διδασκαλίας. Άλλως ειπείν, είχε πλέον ωριμάσει ο καιρός για την θεωρητική έκφραση του δόγματος, το οποίο έως τότε βίωνε η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού».
Την ανάγκη αυτή κατανοώντας ο Άγιος Κύριλλος είχε από τα νεανικά του χρόνια ασχοληθεί με τη μελέτη δογματικών θεμάτων, ιδιαιτέρως δε με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου στο Πρόσωπο του Χριστού. Αφορμή πάντως για τη συστηματική ενασχόληση του με το Χριστολογικό Δόγμα στάθηκε η αναστάτωση που προκλήθηκε από την αιρετική διδασκαλία του Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα με την οποία η ένωση των δύο φύσεων στο Πρόσωπο του Χριστού έγινε «κατά συνάφειαν», δίνοντας έτσι στην ενανθρώπηση ηθικό χαρακτήρα και αποκλείοντας την υποστατική ένωση. Απόρροια της κακοδοξίας αυτής ήταν η διδασκαλία πως η Παναγία γέννησε τον Χριστό, αυτόν δηλαδή που μπόρεσε χάρη στην ηθική του τελειότητα να ένώσει «κατά συνάφεια» τις δύο φύσεις (θεϊκή-ανθρώπινη) και όχι αυτόν που γεννήθηκε θεάνθρωπος ένώνοντας υποστατικώς τις δύο φύσεις σε ένα Πρόσωπο. Συνεπώς η Παναγία αποκαλούνταν «Χριστοτόκος» από το Νεστόριο και τους οπαδούς του, αντί «Θεοτόκος» όπως δηλαδή είχε καθιερωθεί ν ἀποκαλεῖται η Παναγία ήδη από τον 3ο μχ αιώνα.
Επόμενο ήταν η κακοδοξία αυτή να εξαγριώσει τον Χριστεπώνυμο λαό της Κωνσταντινουπόλεως, μιας πόλης που ευλαβούνταν ιδιαιτέρως το πρόσωπο της Παναγίας. Εξαπολύοντας καταρχήν Εγκύκλιο προς το ποίμνιο του ο Άγιος Κύριλλος με την αναίρεση των Νεστοριανικών κακοδοξιών το 429 καλεί με φιλάδελφο πνεύμα το Νεστόριο σε διάλογο προς επίλυση της προκυψάσης αναστάτωσης. Μετά την άρνηση του Νεστορίου ο Κύριλλος θα ζητήσει τη συνδρομή του Πάπα Ρώμης Καιλεστίνου, ο οποίος το 430 συγκαλεί Σύνοδο στη Ρώμη καταδικάζοντας τη διδασκαλία του Νεστορίου. Η καταδίκη αυτή από τον Πάπα θα αφήσει αδιάφορο το Νεστόριο ο οποίος συνέχιζε να διαδίδει τις πλάνες του. Εφόσον πλέον οι προσπάθειες για ήπια επίλυση των διαφορών έχουν ναυαγήσει, ο Κύριλλος εκθέτει την κατάσταση στον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο, πείθοντας τον να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας λύσης θα συμφωνήσει και ο Πάπας Καιλεστίνος, ο οποίος στέλνει αντιπροσώπους.
Η διεξαγωγή της Συνόδου αποφασίζεται να γίνει στην Έφεσο το καλοκαίρι του 431. Μέσα σε φορτισμένο και ταραχώδες κλίμα ολοκληρώνονται οι εργασίες της Συνόδου, στις οποίες δεν έλαβαν μέρος ούτε ο Νεστόριος, ούτε ο υποστηρικτής του, Ιωάννης Αντιοχείας. Στη Σύνοδο αυτή, την Γ’ Οικουμενική, αναθεματίστηκαν οι κακοδοξίες του Νεστορίου και ο ίδιος καθαιρέθηκε. Αξίζει εν προκειμένω να υπογραμμίσουμε την πρακτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας να αναθεματίζει διδασκαλίες και όχι πρόσωπα. Δύο χρόνια αργότερα τις αποφάσεις της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου θα δεχτεί και ο Ιωάννης Αντιοχείας, προσυπογράφοντας τα Χριστούγεννα του 433 μαζί με τον Κύριλλο ένα κείμενο, που στην Εκκλησιαστική Γραμματεία θα μείνει γνωστό ως «Έκθεσις πίστεως των Διαλλαγών» και θα σηματοδοτήσει τον τερματισμό της αντιπαράθεσης των δύο Σχολών Αλεξάνδρειας-Αντιόχειας.
Η σφοδρή αυτή θεολογική έριδα με τις Νεστοριανικές κακοδοξίες στάθηκε η αφορμή για την ενδελεχέστερη ενασχόληση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας με το Πρόσωπο του Χριστού και τη διατύπωση ολοκληρωμένης της Χριστολογίας του. Όπως ήδη αναφέραμε το θέμα απασχολούσε ήδη τον Αλεξανδρινό ιερό Πατέρα και προ του Νεστορίου. Η Χριστολογία του όμως εκινείτο στο πλαίσιο των εννοιών «Λόγος-Σαρξ» χωρίς να γίνεται αναφορά στην ψυχή του Χριστού. Σύμφωνα μάλιστα με αρκετούς μελετητές σ αὐτή τη φάση ο Κύριλλος αντιμετωπίζοντας υποβόσκουσες ακόμα στην εποχή του αντιλήψεις του Απολλιναρίου στην ουσία επαναδιατυπώνει θέσεις του Μ. Αθανασίου.
Στην πορεία όμως οι Νεστοριανικές προκλήσεις θα τον αναγκάσουν να καταστήσει την Χριστολογία του εκτενέστερη και δεισδυτικότερη. Ωριμότερος τώρα ο Κύριλλος θα δώσει έμφαση στην ενότητα του προσώπου του Χριστού και την ταυτότητα του με το Θεό Λόγο μετά την καθ᾿ ὑπόστασιν ένωση των δύο φύσεων, δια της οποίας μεταβιβάζονται οι σωτηριώδεις ενέργειες του Λόγου στην ανθρώπινη φύση, μέσω της μυστηριακής μετοχής του ανθρώπου. Συνδέοντας στενά την Χριστολογία του με την Σωτηριολογία της Εκκλησίας θα καταδικάσει την ηθική, την «κατ᾿ εὐδοκίαν» ένωση που δίδασκε ο Νεστόριος, επειδή μια τέτοια ένωση θα απέκλειε την μετοχή του ανθρώπου στις σωτηριώδεις θείες ενέργειες και θα υποβίβαζε την ενανθρώπηση του Χριστού δινοντάς της ηθικο περιεχόμενο. Σκοπός του ανθρώπου κατά τον Κύριλλο είναι η σωτηρία και η θέωση του και όχι η μεταστροφή του επί το ηθικότερον.
Μυστήριο λοιπόν μέγα κατά τον Κύριλλο, όπως και για τους Καππαδόκες Πατέρες, δεν είναι μόνο το άκτιστο καθαυτό, αλλά και η σχέση του με το κτιστό στην σάρκωση του Λόγου. Έτσι, ενώ συχνά χρησιμοποιεί το παράδειγμα της ενώσεως σώματος και ψυχής, για να δηλώσει τον τρόπο με το οποίο αντιλαμβάνεται την καθ᾿ ὑπόστασιν ένωση θείου και ανθρωπίνου στο Πρόσωπο του Λόγου, θα τονίσει ότι η ένωση αυτή έγινε «αφράστως τε και απερινοήτως».
Τέλος αναπόσπαστο κομμάτι της Χριστολογίας του θ ἀποτελέσει ο τονισμός της σημασίας του προσώπου της Παναγίας «δι ἧς αγιάζεται πάσα κτίσις… δι ης το εκπεσόν πλάσμα εις ουρανούς αναγάγεται». Υπερθεματίζοντας τον ρόλο της Παναγίας θα την ονομάσει «Υπουργόν» στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, ως το κορυφαίο παράδειγμα υπακοής στο Θείο Θέλημα, εφόσον μπόρεσε όντας σε μεταπτωτική κατάσταση και φέρουσα «σάρκα αμαρτίας» να πει το Ναι εκείνο, που δεν είπε η Εύα στην παραδείσια κατάσταση. Επίσης εξαίρει τον ρόλο και την αγιότητά της ονομάζοντάς την «Θεοτόκο» εκφράζοντας την Ορθή Πίστη και σταθερή συνείδηση της Εκκλησίας ήδη από τον 3ο αιώνα. Δεν θα παραλείψει μάλιστα να τονίσει, πως ο όρος «Θεοτόκος» δεν είναι προσθήκη στη Διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά Βιβλική παρακαταθήκη.
Συνοψίζοντας οφείλουμε για μια φορά ακόμα να διατρανώσουμε την τιμή του εορταζομένου Αγίου και της μεγάλης θεολογικής του παρακαταθήκης. Θα πρέπει επίσης να εξάρουμε το γεγονός ότι η διατύπωση θεολογικών αληθειών από τον ιερό Πατέρα με τέτοιο ορθόδοξο, δεισδυτικό, λεπτομερή και λεβέντικο τρόπο έγινε σε μια εποχή που, όπως ήδη αναφέραμε, η δογματική κατοχύρωση ήταν ζητούμενο για την Εκκλησία και προς τούτο η συνεισφορά του ήταν τεράστια δεδομένου ότι εκτός της Γ’ και ο Όρος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου έχει σαφή εξάρτηση από την Κυρίλλεια Χριστολογία. Τέλος η σταθερότητα του στην ορθόδοξη Διδασκαλία, η οποία πήγαζε όχι από την εμμονή του στην καθιερωμένη και στατική θεολογική ορολογία αλλά από το ορθόδοξο βίωμα του, ας αποτελέσει παράδειγμα για όλους τους θεολογούντες της εποχής μας.
Αρχιμανδρίτου Αντίπα
Καθηγουμένου και Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου