Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα μου Μητροπολίτα Ρόδου,
Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι Αρχιερείς,
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων,
Εντιμότατοι Άρχοντες,
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί αδελφοί,
Στη ζωή μας υπάρχουν κάποιες στιγμές που τις χαρακτηρίζουμε μοναδικές. Στιγμές πλήρεις δέους, θάμβους και μυστηρίου, τις οποίες εθιστικά προσπαθούμε σκεπτόμενοι να προσεγγίσουμε, να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε. Διαπιστώνουμε, στο τέλος, ότι ο τρόπος του σκέπτεσθαι που έχουμε διαμορφώσει και μας χαρακτηρίζει, είναι ανεπαρκής. Είναι οι στιγμές κατά τις οποίες αλαλήτως μιλάει ο Θεός σε πείσμα της ανθρώπινης λογικής. Μπορούμε να το αισθανθούμε. Ενεργεί ο Θεός "και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας". Αισθανόμαστε και αναρωτιόμαστε: «Ποιός είμαι εγώ;». «Ἐγὼ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός» (Γεν. ιη´, 27). Αλλά και πιστεύουμε. Εκείνος γνωρίζει. «Ὁ ἐγείρων ἀπό γῆς πτωχόν καί ἀπό κοπρίας ἀνυψῶν πένητα» (Ψαλμ. ριβ’, 7). Στέλνει τον βραδύγλωσσο Μωυσή να αντιμετωπίσει τον δυνάστη Φαραώ, εμφανίζεται στον Γεδεών που ετοιμάζεται να δραπετεύσει από τον φόβο των Μαδιανιτών και τον καθιστά πολέμαρχο του λαού του, ενεργεί τόσες φορές με τρόπο παράδοξο μέσα στην ιστορία σκανδαλίζοντας όλους, όσοι έμαθαν να επαναπαύονται στα ανθρώπινα.
Με αυτές τις ταπεινές σκέψεις προσεγγίζω σήμερα το μυστήριο της προσωπικής μου Πεντηκοστής. Βιώνω το παράδοξο, όπως τότε, κατά την ημέρα την μεγάλη της Πεντηκοστής «Παράδοξα σήμερον, εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαβίδ, ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον ἐν πυρίναις γλώσσαις, καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο» (Κ. Πεντ., Εἰς τούς Αἴν., Στιχ. ᾿Ιδιόμελον). Στέκομαι με απορία μπροστά στο μεγάλο τούτο γεγονός της ζωής μου. «Ὁμολογῶ τὴν χάριν, κηρύττω τὸν ἔλεον, οὐ κρύπτω τὴν εὐεργεσίαν» (Εὐχή Ἁγιασμοῦ Θεοφανείων).
Θα ήθελα να σιωπήσω γιατί με δίδαξαν ότι με σιγή τιμάται το μυστήριο. Το έθος όμως επιβάλλει να μιλήσω. «Τι είπω και τι λαλήσω;». Θα ανοίξω την καρδιά μου, θα χρησιμοποιήσω την γλώσσα μου και θα πω μόνο λόγους ευχαριστίας.
«Ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως» (Δαν. γ΄, 39) αναπέμπω εν πρώτοις τον ύμνο, την δοξολογία, την τιμή και την προσκύνηση στον οικτίρμονα και φιλάνθρωπο Θεό για τις ευλογίες του προς την αναξιότητα μου. Με ελέησε πλουσιοπάροχα, άνοιξε δρόμους στη ζωή μου και με αξιώνει σήμερα της δωρεάς της αρχιερατικής χάριτος. Τα τελεσιουργούμενα από την ημέρα της εκλογής μου, αποκορύφωμα των οποίων είναι η σημερινή χειροτονία μου, αποτελούν για μένα μια μυστική θεοφάνεια.
Με θαυμασμό στέκομαι μπροστά στο μυστήριό της, και οικειοποιούμαι τον λόγο του Προφήτου Ησαΐου «῏Ω τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι» (Ἡσ. στ’, 5). «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Όπως δε «Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις το ὄνομα αὐτοῦ ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουσεν αὐτῶν» (Ψαλμ. Ϟʹη’, 6) τολμώ κι εγώ ο ελάχιστος να επικαλεστώ το Πανάγιο όνομά Του, και αισθανόμενος τη μηδαμινότητα μου μπροστά στο μυστήριο, που σήμερα τελεσιουργείται σε μένα, να ζητήσω την θεία χάρη, «τήν τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» για να με ενισχύσει ώστε να παραστήσω την επισκοπική ζωή και διακονία μου αντάξια του θείου ελέους και συνοψίζω την δέηση μου στην ψαλμική ρήση: «Τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (Ψαλμ. κβ’, 6).
Μετά την προς τον Θεό ευχαριστία μου, στρέφω το νου, την καρδιά μου και όλες τις αισθήσεις μου προς το πάνσεπτο της Ορθοδοξίας Κέντρο, την Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, το μαρτυρικό Φανάριον, και προσερχόμενος νοερά ενώπιον του αγιωτάτου Αποστολικού Πατριαρχικού Θρόνου, κλίνω της ψυχής και του σώματος τα γόνατα και καταθέτω ειλικρινή αισθήματα βαθυτάτου σεβασμού, απέραντης ευγνωμοσύνης και υιικής αφοσίωσης προς την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα, τον προσκυνητό Αυθέντη και Δεσπότη μου, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ για την ευμενή πρόκριση της αναξιότητάς μου. Ευχαριστίες δε εκφράζω και προς την περί Αυτόν σεπτή Χορεία των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, των συγκροτούντων την Αγία και Ιερά Σύνοδο, η ομόφωνη ψήφος των οποίων με προήγαγε στο Αρχιερατικό αξίωμα και με ανέδειξε Επίσκοπο του Οικουμενικού Θρόνου. Ως αντίδωρο της ευεργετικής τους κρίσης και αγάπης, υπόσχομαι την άνευ όρων και ορίων υπακοή στα κελεύσματα της Μητρός Εκκλησίας και την δια βίου αφοσίωση προς το σεπτό πρόσωπο του Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας και τον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Ιδιαιτέρως εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου και τις άπειρες ευχαριστίες μου προς το σεπτό πρόσωπό Σας. Σας οφείλω το ιερατικώς ζην. Η φωνή σας έγινε προς την αναξιότητα μου η φωνή του Θεού. Με καλέσατε στο άγιο θυσιαστήριο, εκκλησιάσατε την ύπαρξη μου, με χειραγωγήσατε στην ιερατική ζωή, επιμείνατε να σπουδάσω, κατευθύνατε την πορεία μου. Κοντά σας, έμαθα να αγαπώ με ανιδιοτέλεια το Θεό, να αφουγκράζομαι το θέλημά του, να ζητώ τα δικά Του και όχι τα των ανθρώπων, να μην πολυπραγμονώ, να μπορώ να σιωπώ και να υπομένω. Το παράδειγμα σας διαμόρφωσε την ιερατική μου συνείδηση και οικοδόμησε το εκκλησιαστικό μου φρόνημα. Η πράξη της καθημερινότητας σας με δίδαξε να παραμερίζω το δικό μου θέλημα και να αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια του Θεού. Η αυστηρότητα σας οριοθέτησε την συμπεριφορά μου ως Κληρικού. Οι απαιτήσεις σας ήταν πάντοτε απόρροια της αγάπης σας προς την Εκκλησία και τον λαό του Θεού. Με διδάξατε ότι πάνω από τα πρόσωπα είναι η Εκκλησία και μου επαναλάβατε πολλές φορές την παρακαταθήκη του Γέροντα Σας, μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου, να έχω ένα μοναδικό σκοπό στη ζωή μου, το έργο του Θεού και να έχω αγάπη, συγχωρητικότητα και ανιδιοτέλεια. Για όλα Σας ευχαριστώ. Σε λίγο θα θέσετε τα χέρια σας στην κεφαλή μου για να μου δώσετε και τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης. Υπόσχομαι ότι θα τα τιμήσω και θα καταβάλλω όλη μου την δύναμη για να φανώ αντάξιος των προσδοκιών και της εμπιστοσύνης σας. Σας άκουσα πολλές φορές να αναφέρεστε με συγκίνηση στους Γεροντάδες Σας και να λέτε ότι Σας άφησαν πολύτιμη περιουσία και κληρονομιά την ευχή τους και να καυχάσθε γι᾿ αυτό λέγοντας ότι έχετε αναπαυμένο το πνεύμα Σας. Την ευχή Σας κι εγώ επιζητώ για να την έχω ως πύργο ασφαλείας στη διακονία μου και να βρίσκει ανάπαυση το είναι μου.
Θερμές ευχαριστίες απευθύνω προς τους παρόντες αγίους Αρχιερείς, τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ανδρέα, Ειρηνουπόλεως κ. Δημήτριο, Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας κ. Παΐσιο, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιο, Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ, Νουβίας κ. Σάββα, Προύσης κ. Ελπιδοφόρο, Κηρυνείας κ. Χρυσόστομο, Πέτρας και Χερρονήσου κ. Γεράσιμο και Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλο και τους Θεοφιλεστάτους Επισκόπους Αβύδου κ. Κύριλλο, Αμορίου κ. Νικηφόρο, και Στρατονικείας κ. Στέφανο. Η παρουσία και η συμμετοχή τους στη χαρά μου αποτελεί για μένα ιδιαίτερη ευλογία και εξιδιασμένη τιμή. Στο πρόσωπο δε, του αγίου Προύσης χαιρετίζω όλους τους Αρχιερείς και Κληρικούς που διακονούν, με αυταπάρνηση, το σεπτό της Ορθοδοξίας Κέντρο ως συγκυρηναίοι, του ακάματα βαστάζοντος το σταυρό της Ορθοδοξίας και του Γένους, Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας.
Οφειλετικά, ευχαριστώ την μοναστική Αδελφότητα της Μονής στην οποία ανήκω, της Ιεράς Μονή Παραμυθίας, τον Καθηγούμενο Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Άνθιμο Παλαιόγλου και τον κτίτορά της Προηγούμενο Πανοσιώτατο Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου κ. Σεραφείμ Παρχαρίδη για όσα μου προσέφεραν - κατά τα πρώτα χρόνια των πνευματικών μου αναζητήσεων - και την στήριξη τους στην απόφαση μου να ακολουθήσω τον δρόμο της μοναχικής ζωής. Παρακαλώ δε, να με έχουν στις προσευχές τους και να καταθέτουν ένα λόγο δεήσεως μπροστά στην εικόνα της εφόρου της Μονής Παναγίας της Παραμυθίας, για να με συνοδεύει στη νέα μου πορεία και να ενσταλάζει μυστική παραμυθία στην καρδιά μου, για να φανώ άξιος της κλήσης μου.
Θερμές ευχαριστίες εκφράζω προς τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Τύχωνα για την αγάπη που επέδειξε προς το πρόσωπό μου και την πνευματική συμπαράσταση που μου προσέφερε, όταν ξεκινούσα τον δρόμο της αφιερώσεώς μου, και προς τον Πανοσιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Μεθόδιο Βιδάλη, ο οποίος στάθηκε δίπλα μου από τα χρόνια της νεότητάς μου, μέχρι σήμερα, σαν πραγματικός πατέρας. Η παρουσία τους στο νέο ξεκίνημα της ζωής μου, μού δίνει ξεχωριστή χαρά και την αισθάνομαι ως ιδιαίτερη ευλογία. Ευχαριστώ επίσης τους Πανοσιολογιωτάτους Σιμωνοπετρίτες Ιερομονάχους πατέρες Εφραίμ και Μύρωνα κοντά στους οποίους, στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχιο της Αναλήψεως Βύρωνα, διακόνησα κατά την περίοδο των σπουδών μου στην Αθήνα.
Με σεβασμό αναφέρω το όνομα του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου, Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου κ. Ιωάννου Χαλκιά, στο πρόσωπο του οποίου εκφράζω την απέραντη αγάπη μου και τις από βάθους καρδίας ευχαριστίες μου προς όλους ανεξαιρέτως τους αδελφούς κληρικούς και τα Μέλη των μοναστικών Αδελφοτήτων της Μητροπόλεως Ρόδου, αλλά και προς τους συνεργάτες μου στην υπηρεσία των Γραφείων της Ιεράς μας Μητροπόλεως. Ξεχωριστά δε ευχαριστώ τον συμμαρτυρήσαντα κατά την χειροτονία μου σε Διάκονο Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Αντώνιο Πατρό, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Φανερωμένης καθώς, και τους αδελφούς μου Αρχιμανδρίτες Τιμόθεο Αποστολάκη και Ιωαννίκιο Αναγνώστου, και Πρεσβυτέρους Εμμανουήλ Σκλιβάκη και Κωνσταντίνο Χατζημιχαήλ για την επί τόσα χρόνια συνεργασία και καλή συμπόρευση.
Η σκέψη μου και οι ευχαριστίες μου στρέφονται επίσης και προς τις Οσιώτατες Μοναχές της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Μητρός του Ηγαπημένου της Πάτμου, που διακονούν στο Ορφανοτροφείο Θηλέων Ρόδου, ιδιαιτέρως δε προς την αδελφή Μοναχή Ξένη, η οποία με αγκάλιασε όλα αυτά τα χρόνια σαν μάνα πνευματική. Τις ευχαριστώ για την αγάπη και τη συμπαράσταση τους ευχόμενος ο Πανάγαθος Θεός να τις ενισχύει στο δύσκολο έργο τους.
Αισθήματα άπειρης ευγνωμοσύνη εκφράζω από τα μύχια της καρδιάς μου προς τους αγαπητούς μου γονείς Νικόλαο και Γεωργία. Μου χάρισαν το ζην και εκοπίασαν για μένα. Ζητώ την ευχή τους, η οποία, μαζί με την αγάπη των κατά σάρκα αδελφών μου, θα αποτελεί θησαυρό ανεκτίμητο της ζωής μου και επιστηριγμό της διακονίας μου.
Χρέος μου να αναφερθώ σε δύο ξεχωριστά, για μένα, πρόσωπα. Στον παππού μου Αναστάσιο και στην πολυαγαπημένη μου γιαγιά Τσαμπίκα, κοντά στην οποία έκανα τα πρώτα μου εκκλησιαστικά βήματα στις αυλές τις ιεράς Μονής του Αγίου Νεκταρίου Κρυονερίου. Οι εκφράσεις της παραδοσιακής τους ευσέβειας άφησαν στην ψυχή μου ανεξίτηλη σφραγίδα και επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας μου. Η παραμονή μου κοντά τους χάραξε την ψυχή μου και μου άφησε καλή παρακαταθήκη, ενθυμήσεις αγαθές. Τους ευχαριστώ, όπως ευχαριστώ και την από τον πατέρα μου γιαγιά μου Μαρία, μνημονεύοντας του ονόματος του αειμνήστου παππού μου Ησαΐα.
Με ευγνωμοσύνη μνημονεύω της προσφοράς των δασκάλων μου, των καθηγητών μου στη μέση εκπαίδευση, όπως επίσης των Καθηγητών μου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Abacus College και St. Stephen’s House της Οξφόρδης και του Πανεπιστημίου St. Mary’s του Λονδίνου. Τους ευχαριστώ για όσα μου προσέφεραν. Οφείλω ακόμα να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγόριο και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Διοκλείας κ. Κάλλιστο για την συμπαράστασή τους κατά το διάστημα της παραμονής μου στην Οξφόρδη και στο Λονδίνο, τον πρώην Αγγλικανό Αρχιεπίσκοπο του Canterbury Rowan Williams και το Ίδρυμα Nikaean Ecumenical Trust για την υποτροφία που μου προσέφεραν για να μπορέσω να πραγματοποιήσω τις σπουδές μου στην Μεγάλη Βρετανία, καθώς επίσης τους συμφοιτητές μου και όλους εκείνους που συνέβαλαν στην διαπαιδαγώγηση μου και μου συμπαραστάθηκαν σε δύσκολες στιγμές.
Δεν θα μπορούσα να μην ευχαριστήσω τους συνεργάτες μου στην Ενορία Αγίου Νικολάου Παραδεισίου και όλους τους κατοίκους της Κωμοπόλεως για τα, περίπου, τρία χρόνια της εκεί ιερατικής διακονίας μου. Η αγάπη και η συμπαράσταση τους με σκλάβωσαν κυριολεκτικά και με κράτησαν κοντά τους, μέχρι την εκλογή μου. Η διακονία μου στο Παραδείσι θα παραμείνει ανεξίτηλη στην ψυχή μου. Οι κάτοικοι του θα παραμείνουν σε όλη την ζωή μου οι άνθρωποι μου. Αγάπησα το Παραδείσι γνήσια και αληθινά. Αφήνω στους αγαπητούς μου Παραδεισιώτες την καρδιά μου, με μοναδική απαίτηση τις προσευχές τους, για να με ενισχύει ο Θεός στην επισκοπική διακονία μου.
Τέλος, ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας, όλους εσάς, όσοι σήμερα ήλθατε συνοδοί στην αρχή της νέας εκκλησιαστικής μου πορείας, τους εκπροσώπους των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της πόλεως και του νησιού μας, τους οφφικιάλους του Οικουμενικού Θρόνου, τους ιεροψάλτες, τους συγγενείς και φίλους μου, ιδιαίτερα τους εκτός Ρόδου, που ταξίδεψαν για να είναι σήμερα δίπλα μου. «Δώη Κύριος ὁ Θεός κατά τήν καρδίαν ἑνός ἑκάστου».
Περαίνοντας τον λόγον, αναφέρομαι στο χωριό μου, την Αρχίπολη της Ρόδου, χαιρετίζω τους συγχωριανούς μου και οφειλετικά μνημονεύω του ονόματος του αειμνήστου εφημερίου του χωριού μου Στυλιανού Τσακίρη, κοντά στον οποίο γνώρισα την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, καθώς και του προπάππου μου μακαριστού Ιερέως Νικολάου Παπανθίμου. Ας έχω την ευχή τους.
Σεβασμιώτατε,
«Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα». Δέος καταλαμβάνει την ύπαρξη μου. «Μεγαλύνει ὄντως ἡ ψυχή μου τόν Κύριον ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τοῦ δούλου αὐτοῦ». «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».
Εύχεσθε, παρακαλώ, ο Θεός δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των εν Ρόδω διαλαμψάντων Αγίων να με αναδείξει καλό και φιλόπονο εργάτη του αμπελώνα του.