ΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΥΜΝΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ
ΣΤΟ «ΚΡΗΤΙΚΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟΝ»[1]
Μητροπολίτου Ρόδου Κυρίλλου
Κατά γενικό Κανόνα ἀπό τῶν πρώτων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα ἡ τιμή τῶν Ἁγίων, ἀρχικά τῶν Ἀποστόλων καί κατόπιν τῶν Μαρτύρων, ἔχει ἀφετηρία καί κέντρο τόν τάφο καί τά λείψανά τους καί κατ̉ ἐπέκταση τόν τόπο τῆς ἐπιγείου ἀναστροφῆς τους, τόν χῶρο δηλαδή ὅπου ἔζησαν, ἔδρασαν καί παρουσίασαν, διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐμφανῆ τά τεκμήρια τῆς ἁγιότητας. Ξεκινάει ὡς τοπική ἐκκλησιαστική τιμή καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὅπως συνέβει σέ ἑκατοντάδες περιπτώσεις, μπορεῖ νά ἐξαπλωθεῖ καί νά ἀποκτήσει εὑρύτερο ἤ οἰκουμενικό χαρακτήρα.
Ἡ λειτουργική τιμή ἑνός Ἁγίου προϋποθέτει ἤ προκαλεῖ τὴν συγγραφή δύο βασικῶν κειμένων ἀπαραιτήτων γιά τόν ἑορτασμό τῆς Μνήμης του. Αὐτά εἶναι ἡ «Ἀκολουθία» ἤ ἡ «Ἀσματική Ἀκολουθία» καί τὸ «Συναξάριο» ἤ ὁ «Βίος καί πολιτεία» τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου. Κάθε τοπική Ἐκκλησία ἔχει τούς Ἁγίους της, παλαιούς καί νεωτέρους, καὶ κατά συνέπεια ἀντιμετωπίζει τήν ἀνάγκη ὑπάρξεως αὐτῶν τῶν κειμένων γιά νά μπορεῖ κατά τήν λειτουργική τάξη καί παράδοση νά ἀνταποκριθεῖ στόν ἑορτασμό τῆς Μνήμης του.
Τό «Κρητικόν Πανάγιον»[2], στό ἑξῆς χάριν συντομίας «Πανάγιον», ἀποτελεῖ μιά προσπάθεια τῆς κατά Κρήτην ἁγίας Ἐκκλησίας, νά ἀνταποκριθεῖ στήν παραπάνω λειτουργική καί ἑορτολογική ἀνάγκη μέ τήν κωδικοποίηση καί τήν ἔκδοση σέ ἑνιαῖο σῶμα τῶν Ἀκολουθιῶν τῶν τοπικῶν Ἁγίων. Ἀνάγκη πού, κατά τά χρόνια πρὸ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Παναγίου, εἶχε διαπιστωθεῖ καί ἐπιφέρει συζητήσεις καί προτάσεις στούς ἱερατικούς καί μοναστικούς κύκλους καὶ μεταξύ τῶν φιλαγίων καί φιλακολούθων πιστῶν. Μποροῦμε νά τήν χαρακτηρίσουμε ὅτι ὡς ἕνα κοινό τοπικό ἐκκλησιαστικό αἴτημα[3].
Βέβαια, τῆς ἐκδόσεως τοῦ Παναγίου εἶχαν προηγηθεῖ πολλές ἐπιμέρους ἐκδόσεις ἱερῶν Ἀκολουθιῶν[4] καί ἡ ἔκδοση τοῦ «Κρητικοῦ Λειμωναρίου»[5] ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κυρό Τίτο. Οἱ ἐκδόσεις αὐτές, ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας κυρίως, ἀπετέλεσαν φιλότιμες προσπάθειες καί ἀνταποκρίθηκαν στή σχετική λειτουργική ἀνάγκη ἀλλά, παράλληλα καί σέ σχέση μέ τά πορίσματα τῶν ἁγιολογικῶν ἐρευνῶν καί μελετῶν προέβαλαν ἐπιτακτικό τό αἴτημα γιά μία ὁλοκληρωμένη ἔκδοση πού θά εἶχε τά χαρακτηριστικά τῆς ἀπό κάθε ἀπόψεως πληρότητας καί θά ἀπέφευγε τόν πειρασμό μιᾶς ἁπλῆς ἐπανεκδόσεως τῶν ἤδη ἐκδεδομένων.
Ἕνα κοινό αἴτημα χρειάζεται τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού θά κινήσει τήν διαδικασία γιά τήν ὑλοποίηση του. Στήν περίπτωση τοῦ «Παναγίου» τό πρόσωπο αὐτό ἦταν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ἐκκλησιαστικοποίησε τήν βούλησή του εἰσηγούμενος ἡ, μέ πρόνοια δική του καί δαπάνη τῆς Μητροπόλεως του, προγραμματισθεῖσα ἔκδοση νά παρουσιαστεῖ ὡς ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, εἰσήγηση ἡ ὁποία ἔγινε συνοαδικά ἀποδεκτή, γεγονός πού καθιστᾶ τήν γενομένη ἔκδοση ἐκκλησιαστικό καὶ ὄχι προσωπικό ἔργο[6].
Μέ Συνοδική ἀπόφαση ἡ εὐθύνη τῆς κωδικοποιήσεως τῶν ὑπαρχόντων Ἀκολουθιῶν, ἡ ἀξιολόγηση τους καί ἡ σύνταξη νέων ἤ συμπληρωματικῶν ἀνετέθη στόν ὁμιλοῦντα καί στόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Εὐάγγελο Παχυγιαννάκη, λόγιο καί καταξιωμένο κληρικό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀναλάβαμε τό ἔργο μέ δισταγμό, λόγῳ τοῦ ὄγκου του καί τοῦ χρόνου πού χρειαζόταν γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Προχωρήσαμε ὅμως ἀπό ὑπακοή πρός τήν ἐκκλησιαστική ἐντολή μέ τήν ἀπόλυτη συναίσθηση ἐπιτελουμένου ἐκκλησιαστικοῦ καί ὄχι προσωπικοῦ ἔργου καί μέ βάση τίς παρακάτω ἀρχές:
α) Σεβασμός τό ἔργου τῶν παλαιοτέρων ὑμνογράφων καί κυρίως ἐκείνου πού βρισκόταν καταχωρημένο στά ἐν χρήσει Μηναῖα.
β) Χρήση τοῦ ὑμνογραφικοῦ ὑλικοῦ πού βρισκόταν στά διάφορα χειρόγραφα.
γ) Μή ἀποδοχή Ἀκολουθιῶν ἤ ἐπιμέρους Τροπαρίων πού ἀποτελοῦσαν ἐρανισμούς ἀπό ἄλλες Ἀκολουθίες ἤ ἦταν «κακόζηλα» ὅσον ἀφορᾶ τό μέτρα[7].
δ) Χρήση Τροπαρίων διαφόρων ὑμνογράφων καί ἀπό διαφορετικές Ἀκολουθίες γιά τήν συγκρότηση μιᾶς Ἀκολουθίας, ὅπου βέβαια αὐτό ἦταν δυνατόν.
ε) Σύνταξη νέας ὑμνογραφίας γιά μόνο τούς Ἁγίους πού δέν ὑπῆρχε Ἀκολουθία ἤ συμπληρωματικῶν χάριν τῆς κατά τό δυνατόν ὁμοιομορφίας.
στ) Σύνταξη νέας ὑμνογραφίας ἀπ᾿ ὅλους τούς συγχρόνους ὑμνογράφους (Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, Χαράλαμπος Μπούσιας, Πρωτοπρεσβύετερος Γεώργιος Σωμαράκης, Δημήτριος Δασκαλάκης) γιά τήν ταχύτερη ἀποπεράτωση τοῦ ἔργου καί τήν ἐκπροσώπηση ὅλων σ̉ αὐτό.
ζ) Ποικιλία στή χρήση τῶν ἤχων καί τῶν Προσομοίων πρός ἀποφυγήν τῆς μονοτονίας μέ τήν ἐπανάληψη.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας, ἡ ὁποία σημειωτέον ἄρχισε τόν Μάρτιο τοῦ ἔτους 2000 καί τέλειωσε τόν Δεκέμβριο τοῦ 2001, εἶναι τό «Κρητικόν Πανάγιον». Ἕνα τρίτομο λειτουργικό ἔργο ἀποτελούμενο ἀπό 1184 σελίδες (τόμ. Α’ Σεπτέμβριος-Νοέμβριος, σελ. 362, τόμ. Β’ Δεκέμβριος-Ἰούνιος, σελ. 404, καί τόμ. Γ’ Ἰούλιος-Αὔγουστος, σελ. 418). Περιέχει 75 ἱερές Ἀκολουθίες (τόμ. Α’, 22, τόμ. Β’, 26, τόμ. Γ’ 27) σέ τοπικούς Ἁγίους, ὁμάδες Ἁγίων ἤ Συνάξεων θαυματουργῶν ἐφεστίων ἱερῶν Εἰκόνων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Τυπικές Διατάξεις σχετικές μέ τίς περιεχόμενες Ἀκολουθίες, ἀπό τόν νῦν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀγκαράθου Ἀρχιμ. Γεράσιμο Μαρματάκη, ἐκτενεῖς εἰσαγωγές σέ κάθε τόμο, Ἐπίσημα Πατριαρχικά, Συνοδικά καί ἄλλα ἔγγραφα σχετικά μέ τήν ἔκδοση, Τάξη Δοξολογίας γιά τήν ἐπέτειο τῆς Μάχης τῆς Κρήτης, καί τίς Εἰκόνες τῶν ἐξυμνουμένων Ἁγίων.
Στό «Πανάγιον» περιέχονται στό σύνολο τους 44 ἱερές Ἀκολουθίες Ὁσίων (συμπεριλαμβανομένων τῶν Ὁσιομάρτυρων) καί Ἐπισκόπων. Ὁ ἀριθμός τῶν ὑμνολογουμένων σέ αὐτές Ὁσίων καί Ἐπισκόπων εἶναι μεγαλύτερος ἐκείνου τῶν Ἀκολουθιῶν, δεδομένου ὅτι σέ ἀρκετές Ἀκολουθίες ἐξυμνοῦνται περισσότεροι τοῦ ἑνός Ἁγίου καί σέ κάποιες ἀπ̉ αὐτές πολυάριθμες ὁμάδες Ἁγίων. Εἰδικώτερα περιέχονται 30 ἱερές Ἀκολουθίες Ὁσίων καί 14 Ἁγίων Ἐπισκόπων.
Προσευχητικῶς μνημονεύουμε τῶν ὀνομάτων τῶν ὑμνολογουμένων Ὁσίων καί Ἐπισκόπων κατά ἑορτολογική σειρά, ἐξαιτούμενοι τίς πρεσβεῖες καί εὐχές τους πρός τόν οἰκτίρμονα Θεό.
Ὅσιοι: 1. Νικόλαος ὁ Κουρταλιώτης, 2. Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης, 3. Ἄνθιμος ὁ ἐκ Κεφαλληνίας νέος ἀσκητής, 4. Ἰωάννης ὁ Ξένος, 5. Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης καί οἱ ἐννεννήκοντα ἐννέα Πατέρες, 6. Γεράσιμος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ, 7. Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, 8. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καί ὁ μαθητής του Γεράσιμος, 9. Ἀρσένιος ὁ ἐν Ράξῳ, 10. Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ, 11. Ἰωσήφ ὁ Ἡγιασμένος, 12. Ἰγνάτιος ὁ Σιναΐτης, 13. Νικόλαος ὁ Στουδίτης, 14. Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος, 15. Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος, 16. Μεθόδιος ὁ ἐν Νηβρύτῳ, 17. Σέργιος ὁ Μάγιστρος, 18. Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, 19. Παρθένιος καί Εὐμένιος οἱ ἐν Κουδουμᾷ, 20. Ἀκάκιος τῆς Μονῆς Τζαγκαρόλων, 21. Ἰωσήφ ὁ Γεροντογιάννης, 22. Εὐτυχιανός καί Κασσιανή, 23. Χαράλαμπος ὁ ἐν Καλυβιανῇ
Ὁσιομάρτυρες: 1. Ἱλαρίων ὁ νέος, 2. Ἀνδρέας ὁ ἐν Κρίσει, 3. Ἀνδρόνικος, 4. Γεδεών ὁ Καρακαλληνός, 5. Παῦλος,
Ἐπίσκοποι: 1. Εὐμένιος Γορτύνης, 2. Φίλιππος Γορτύνης, 3. Πινυτός Κνωσοῦ, 4. Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας 5. Κρῆτες Ἐπί-σκοποι πού ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, 6. Ἄνθιμος Ἀθη-νῶν καί Πρόεδρος Κρήτης, 7. Λεόντιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, 8. Ἀν-δρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, 9. Εὐτύχιος Γορτύνης, 10. Μύρων Κρήτης, 11. Ἀθα-νάσιος Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατελάρος
Ἱερομάρτυρες: 1. Κύριλλος Γορτύνης, 2. Νεομάρτυρες Ἐπίσκοποι τοῦ ἔτους 1821, 3. Μεθόδιος Λάμπης, 4. Πέτρος Κρήτης.
Ὅσον ἀφορᾶ τούς μνημονευθέντας παραπάνω Ὁσίους καί Ἐπισκόπους ἔχουμε νά παρατηρήσουμε τά ἐξῆς:
α) Στά ἐν χρήσει Μηναῖα μόνο τεσσάρων ἐξ αὐτῶν (Ἀθανασίου Ἀθωνίτου, Ἀνδρέα τοῦ ἐν Κρίσει, Εὐμενίου Γορτύνης, Ἀνδρέου Ἱεροσολυμίτου) ὑπάρχει ἔστω καὶ ἐλλιπής Ἀκολουθία καί μόνο 15 ἐξ αὐτῶν τά ὀνόματα μνημονεύονται στό ἰσχῦον Μηνολόγιο. Τῶν περισσοτέρων ἡ τιμή ἔχει ἀποκλειστικά τοπικό χαρακτήρα καί μερικῶν ἐπεκτείνεται σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες (Ἄνθιμος ὁ νέος ἀσκητής, Γεράσιμος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ). Ὁρισμένων ἡ τιμή εἶχε ξεχαστεῖ στήν Κρήτη (Φιλίππου Γορτύνης καί Πινυτοῦ Κνωσοῦ) καί ἐπιβίωσε μόνο στά Λατινικά Συναξάρια ἤ ἀνασύρθηκε ἀπό χειρόγραφες πηγές (Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καί ὁ μαθητής του Γεράσιμος).
β) Σέ σχέση μέ τήν καταγωγή οἱ περισσότεροι εἶναι Κρῆτες πού ἔζησαν καί ἔδρασαν ἐντός τῆς μεγαλονήσου, τῶν ὁποίων ἡ τιμή ἐπιβίωσε διαχρονικά ἔστω καί σέ πολύ στενό τοπικό ἐπίπεδο (τόπος καταγωγής ἤ δράσεως). Ἐλαχίστων ἡ τιμή γνώρισε κατά τό παρελθόν παγκρήτιο χαρακτήρα ἐνῶ τῶν Κρητῶν πού ἔζησαν καί ἔδρασαν ἐκτός Κρήτης ἡ τιμή ἀποτελεῖ νεώτερο φαινόμενο, δέν εἶχε λαϊκό ἔρεισμα καί προκλήθηκε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία. Γνωρίζουμε ἐπί παραδείγματι ὅτι ὁ Ἀνδρέας ὁ ἐκ Κρίσει, ὁ Στουδίτη Νικόλαος καί ὁ Ὁσιομάρτυς Παῦλος τιμήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη ἐνῶ ἀντίθετα στήν Κρήτη εἶχαν ξεχαστεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος Πατελάρος ἐνῶ τιμόταν ἀμέσως μετά τήν μακαρία κοίμηση του στήν Ρωσία, ὅπου διασώζεται ἄφθαρτο τό σκήνωμα του, στήν Κρήτη καί μάλιστα στήν γενέτειρα του μέχρι πρίν λίγα χρόνια παρέμενε ἄγνωστος καί ἀπό τούς ἑλληνόφωνους ἱστορικοὺς παρεξηγημένος.
γ) Ἀπό τούς μή Κρῆτες, ἐάν ἐξαιρέσουμε τόν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Ἐρημίτη καί τούς 98 Ὁσίους Πατέρες καί τόν Ὅσιο Γεράσιμο τόν ἐν Κεφαλληνίᾳ, οὐδείς εἶχε τιμηθεῖ κατά τό παρελθόν στήν Κρήτη. Ἔγιναν γνωστοί ὡς τοπικοί Ἅγιοι χάριν στίς νεώτερες ἁγιολογικές ἔρευνες καί ἡ τιμή τους εἰσήχθη κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες.
δ) Ὅσον ἀφορᾶ τόν τόπο καταγωγῆς παρατηρεῖται ὅτι ἐκπροσωποῦνται ὅλες οἱ περιοχές τῆς Κρήτης, ἄν καί οἱ περισσότεροι προέρχονται ἀπό τήν γεωγραφική περιοχή τοῦ Νομοῦ Ἡρακλείου καί κυρίως ἀπό τήν περιοχή τῆς Μεσσαρᾶς. Αὐτό εἶναι δικαιολογημένο γιατί πρῶτον μέν ἡ Γόρτυνα ἦταν ἡ ἐκκλησιαστική ἕδρα τῆς Κρήτης μέχρι τήν κατάληψη τῆς Μεγαλονήσου ἀπό τούς Σαρακηνούς καί ἐκεῖ ἔδρασαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι Ἐπίσκοποι, δεύτερον δέ γιατί στήν περιοχή τῶν Ἀστερουσίων καί εὑρύτερα τῆς Μεσσαρᾶς ἄνθισε ἀπό τόν πέμπτο αἰῶνα ὁ Μοναχισμός, δημιουργήθηκαν τά παλιότερα μοναστικά κέντρα τῆς Κρήτης καί ἀπό ἐκεῖ μέ τόν Ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη καί τόν μαθητή του Γεράσιμο ξεκίνησε ὁ ἡσυχασμός.
ε) Πολλῶν ἀπό τούς τοπικούς Ἁγίους τῆς Μεγαλονήσου ἡ τιμή δέν περιορίστηκε, ὅπως προαναφέραμε, στά στενά γεωγραφικά της πλαίσια ἀλλά ἐπεκτάθηκε καί σέ ἄλλες περιοχές εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι πολλοί ἀπ̉ αὐτούς συγκαταλέγονται καί στήν τοπική ἁγιολογία ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, Κωνσταντινούπολη, Ἀλεξάνδρεια, Ἱεροσόλυμα, Βενετία ἤ κ. ἄλλων.
στ) Χρονολογικά παρατηρεῖται ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς προέρχονται ἀπό τήν πρώτη χιλιετία, ὁρισμένοι δέ ἀπό τούς χρόνους τῆς Ἑνετοκρατίας. Πολλοί λιγότεροι εἶναι ἐκείνοι πού ἔζησαν κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ἐνῶ τρεῖς (Παρθένιος, Εὐμένιος καί Ἰωσήφ Γεροντογιάννης) ἔζησαν καί ἀναδείχθηκαν στίς ἀρχές του 20ου αἰῶνα καί αὐτό εἶναι ἐνδεικτικό τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἡσυχαστικός βίος διατηρήθηκε στήν νότια Κρήτη, ἴσως λόγῳ τοῦ ἀπομονωμένου τῆς περιοχῆς καί τοῦ γεγονότες ὅτι οἱ Μονές τῶν Ἀστερουσίων εἶχαν ἀξιόλογες σέ ἀριθμό καί ποιότητα Ἀδελφότητες μέχρι καί τῶν μέσων σχεδόν τοῦ 20ου αἰῶνα καί ἐπιπλέον, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ πληθυσμός σέ αὐτές τίς περιοχές εἶχε βαθειές θρησκευτικές καταβολές ἐξαιτίας τῆς ἐκεῖ διαχρονικῆς ἀνθήσεως τοῦ μοναχισμοῦ. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς περιοχῆς αὐτῆς διατηρήθηκαν μέ ἐνάργεια στή συνείδηση τοῦ λαοῦ συνοδευόμενοι ἀπό πληθώρα λαϊκῶν παραδόσεων.
ζ) Ἀξίζει ὅσον ἀφορᾶ τούς Ἁγίους Ἐπισκόπους νά σημειωθεῖ ὅτι ὅλοι προέρχονται ἀπό τόν χῶρο τῆς ἀσκήσεως καί χαρακτηρίζονται ἀπό τούς βιογράφους τους ὡς ἄνδρες ἀσκητικῆς βιοτῆς καί πολιτείας καί συνέβαλλαν στήν ἀναγέννηση τοῦ Μοναχισμοῦ στίς περιοχές τῆς διακονίας τους.
η) Ὅσον δέ ἀφορᾶ τούς νεωτέρους Ὁσίους παρατηρεῖται ὅτι ἡ ἀναγνώριση τους προῆλθε άπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί ἡ Ἐκκλησία ἦλθε νά ἐπισημοποιήσει τήν αὐθόρμητη λαϊκή ἀναγνώριση.
Συνοψίζοντας, ἀξίζει νὰ σημειώσουμε, ὅτι τό «ΠΑΝΑΓΙΟΝ», ἐκτός τῶν ἄλλων, προβάλλει τήν Κρήτη ὡς χῶρο πού ἄνθισε ὁ μοναχισμός καί τόπο ἀπό τόν ὁποῖο προῆλθαν μεγάλες μορφές τῆς ἀσκήσεως, πού λάμπουν ὡς ἀστέρες πρώτου μεγέθους στό ἐκκλησιαστικό στερέωμα. Μέ παραδοσιακό τρόπο, χωρίς ὑπερβολές καί προσωπικούς συναισθηματισμούς, διαμόρφωσε τόν κατάλογο τοῦ τοπικοῦ Ἁγιολογίου. Εἶναι κρῖμα πού μέχρι τώρα δέν ἀξιοποιήθηκε λειτουργικά ὅπως θά ἔπρεπε καί δέν διαδόθηκε ἡ χρήση τους στούς ναούς τῆς Μεγαλονήσου. Ἐπιπλέον τό γεγονός ὅτι μετά τήν ἔκδοσή του συνεχίζονται οἱ ἐκδόσεις ἄλλων ἐπιμέρους Ἀκολουθιῶν, πολλῶν ἀναξίων λόγου, μάλιστα δέ ὕστερα ἀπό ἐκκλησιαστική ἔγκριση, πρέπει νά προβληματίσει γιά τά ἀληθινά κίνητρα καί τήν ποιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος τῶν ἐκδοτῶν. Ἀλλά ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι κάποιοι προβαίνουν στήν σύνταξη καί ἔκδοση νέων Ἀκολουθιῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦτο μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς συγγνωστό.
Ἐκφράζω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι ἡ τοπική Ἐκκλησία ὀφείλει νά σεβαστεῖ τίς ἀποφάσεις της. Οἱ περισσότερες Ἀκολουθίες τοῦ «Παναγίου» ἀποτελοῦν συνθέσεις Κρητῶν ὑμνογράφων καί δέν γράφτηκαν κατά παραγγελίαν ἀλλά ἀπό εὐλάβεια καί ἀγάπη πρός τούς Ἁγίους τῆς Κρήτης ἐξαιτίας τῆς ψυχικῆς καί τοπικῆς ἐγγύτητας. Εἶναι διαφορετικό νά ἔχεις περπατήσει τούς τόπους πού αὐτοί περπάτησαν, νά αἰσθάνεσαι ἐγγύτητα Πνεύματος, καί νά γράφεις ἀπό ἀγάπη καί εὐλάβεια γιά Ἁγίους πού ἔχουν μιλήσει στήν ψυχή σου καί διαφορετικά νά γράφεις κατά παραγγελίαν. Ἄλλωστε ὅταν ὑπάρχει Ἀκολουθία κατὰ συνέπειαν δέν ὑφίσταται λειτουργική ἀνάγκη καί ἡ σύνταξη καί ἔκδοση νέας μόνο σέ καθαρά προσωπικά κίνητρα προβολῆς μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ.
Κλείνοντας θά ἤθελα νά ἐκφράσω τίς εὐχαριστίες μου πρός τήν Ὁσιωτάτη Καθηγουμένη Μοναχή Θεοξένη καί τὴν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῆς Χρυσοπηγῆς γιά τήν πρόσκληση νά συμμετάσχω ὡς εἰσηγητής στή σύναξη αὐτή, νά συγχαρῶ γιά τήν θαυμάσια μοναχική παρουσία τους στήν κρητική Ἐκκλησία καί νά εὐχηθῶ οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου νά διεξαχθοῦν μέ ἐπιτυχία καί νά ἀποδώσουν καλούς πνευματικούς καρπούς.
[1] Εἰσήγηση στό Μοναστικό Συνέδριο πού διοργάνωσε ἡ Ἱερά Μονή Χρυσοπηγής τόν Μάϊο τοῦ 2010 στή Μονή τῆς Ἁγίας Κυριακῆς.
[2] Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, Κρητικόν Πανάγιον, ἤτοι Ἀκολουθίαι πάντων τῶν ἐν Κρήτῃ Ἁγίων, τόμ. Α΄,Β΄,Γ΄, Ἐκδίδεται προνοίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας κ. Νεκταρίου, Ἡράκλειον 2000-2001
[3] Βλ. Εἰσαγωγή στόν α´ Τόμο τοῦ «Κρητικοῦ Παναγίου», σελ. ιθ´-κγ´, ὅπου γίνεται σχετική ἀναφορά.
[4] Ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐπιμέρους ἐκδόσεις ἱερῶν Ἀκολουθιῶν πού χρησιμοποιήθηκαν στό «Κρητικό Πανάγιον» στό σύνολό τους ἤ ἀποσπασματικά ἐκτενής ἀναφορά γίνεται στήν ἀρχή κάθε Ἀκολουθίας στή μορφή τῶν ὑποσημειώσεων.
[5] Κρητικόν Λειμωνάριον, περιέχον τὰς ἱεράς Ἀκολουθίας τῶν ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱεραρχῶν, Ὁσίων καί Μαρτύρων ἀπό Χριστοῦ μέχρι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς νεωτέρων χρόνων. Ἐκδίδεται ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ. Τίτου Μ. Συλλιγαρδάκη, Ἀθῆνα 1984.
[6] ὅπ. παρ., ὑπος. 2
[7] Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τίς παλαιές Ἀκολουθίες τῶν Ὁσίων Μεθοδίου τοῦ ἐν Νηβρύτῳ καί Ἰωάννου τοῦ Ξένου, τὰ τροπάρια τῶν ὁποίων προέρχονται ἀπό Ἀκολουθίες Ὁσίων τῶν ἐν χρήσει Μηναίων (Ὁσίων Ἀντωνίου, Μακαρίου καί Εὐθυμίου) μέ μόνη διαφορά τήν ἀλλαγή τοῦ Ὀνόματος.