Ἀπόστολος Ὁ Διμέλης Μητροπολίτης Ρόδου (1988-2004). Κατά κόσμον Παναγιώτης, τοῦ Σάββα καί τῆς Δέσποινας, γεννήθηκε τό ἔτος 1922 στήν Κωμόπολη Ἀρχάγγελος τῆς Ρόδου. Μετά τίς ἐγκύκλιες σπουδές στήν γενέτειρά του καί στό Γυμνασιακό τμῆμα τῆς ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἐνεγράφη (1951) στό Πανεπιστημιακό τμῆμα της, ἀπό τό ὁποῖο ἀποφοίτησε ἀριστοῦχος τό 1956 μέ ἐναίσιμη ἐπί πτυχίῳ διατριβή: «Ἡ περὶ θεαμάτων διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου». Λίγο πρίν τήν ἀποφοίτησή του χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος ἀπό τόν τότε Σχολάρχη, Μητροπολίτη Ἰκονίου Ἰάκωβο (1956).
Τό 1956 ὡς ὑπότροφος τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεστάλη γιά μεταπτυχιακές σπουδές στή Θεολογική Σχολή τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη (1960) χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τόν Α´ καί παρέμεινε στίς αὐλές τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ὡς Ἐφημέριος τοῦ Πατριαρχικοῦ Παρεκκλησίου. Τό 1961, μέ πρόταση τοῦ Πατριάρχου, μετέβη στή Θεσσαλονίκη γιά ἀνώτερες σπουδές καί διορίστηκε ἐφημέριος τοῦ ἱ. Ναοῦ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Καλαμαριᾶς. Τό 1962 διορίστηκε Ἀναπληρωτής Ἡγούμενος τῆς ἱ. Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας Χαλκιδικῆς, στήν ἡγουμενία τῆς ὁποίας κατεστάθη τόν Ἰούλιο τοῦ ἑπομένου ἔτους (1963). Ὡς Ἀναπληρωτὴς Ἡγούμενος εἶχε τήν τιμή νά ὑποδεχθεῖ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα κατά τήν ἐπίσκεψή του στή Μονή ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἑορτασμῶν τῆς Χιλιετηρίδας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὡς Ἡγούμενος τῆς ἱ. Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας (1963-1985) ἐπέδειξε ἀξιοζήλευτες διοικητικές ἱκανότητες καί μερίμνησε γιά τήν διοργάνωση καί τήν ἐν γένει καλή πορεία της. Κατά τίς ἡμέρες τῆς ἡγουμενίας του βελτιώθηκαν οἱ κτιριακές ἐγκαταστάσεις τῆς Μονῆς, κατασκευάστηκε ὁ ἁμαξιτός δρόμος, δημιουργήθηκε ὁ οἰκοδομικός συνεταιρισμός, κατοχυρώθηκε καί ἀξιοποιήθηκε ἡ περιουσία της, καί χάριν στίς προσπάθειές του ἐπιτεύχθηκε ἡ ἔκδοσις τοῦ Ν. Δ. 249/1969, μέ τό ὁποῖο ἡ Μονὴ ὑπήχθη πνευματικά καί διοικητικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Παράλληλα, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἐφορείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας συνέβαλε στήν ἀπρόσκοπτη καί εὔρυθμη λειτουργία της.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐκτιμώντας τό Ὀρθόδοξο ἦθος καί τήν πολυσχιδῆ προσφορά του τόν ἐξέλεξε Ἀρχιερέα μέ τόν ψιλό τίτλο Εὐμενείας (20 Νοεμβρίου 1973). Ἐπίσκοπος χειροτονήθηκε (25 Νοεμβρίου) στόν ἱ Ναό Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τῆς μεγαλωνύμου Κοινότητας τοῦ Σταυροδρομίου, ἀπό τόν Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα. Τέσσαρα χρόνια ἀργότερα, (17 Νοεμβρίου 1977) προήχθη σέ Μητροπολίτη Ἡλιουπόλεως καὶ Θείρων. Στίς 15 Ὀκτωβρίου 1985 παραιτήθηκε οἰκειοθελῶς ἀπό τήν ἡγουμενία καί παρέμεινε ἐφησυχάζων στήν ἱ. Μονή.
Στίς 5 Μαΐου 1988 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρόδου καί ἐνθρονίστηκε στήν ἕδρα του στίς 22 τοῦ ἰδίου μήνα. Στά χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του ἀνεγέρθηκαν πολλοί ἱεροί Ναοί, ἀνακαινίστηκαν καὶ ἐπαναλειτούργησαν Ἱερές Μονές (Ταξιάρχου Μιχαὴλ Θαρρίου καὶ Παναγίας Ὑψενῆς), ἱδρύθηκαν νέες (Παραμυθίας καὶ Παντανάσσης), λειτούργησαν οἱ Ἐκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις στίς Μονές Θαρρίου καί Ὑψενῆς καί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως στήν Λάρδο, ὁ Τηλεοπτικός Σταθμὸς «ΘΑΡΡΙ», ἱδρύθηκαν νέες Ἐνορίες, χειροτονήθηκαν πολλοί νέοι κληρικοὶ καί φιλοξενήθηκαν Διορθόδοξα καὶ Διαχριστινιακὰ Συνέδρια.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 2004, μετά ἀπό 16 χρόνια ποιμαντορίας στήν ἱ. Μητρόπολη Ρόδου, ἀποσύρθηκε ἀπό τήν ἐνεργό ὑπηρεσία καί παρέμεινε ἐφησυχάζων στήν πόλη τῆς Ρόδου, μέχρι τήν ἡμέρα τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας του, τήν 22 Σεπτεμβρίου 2010. Κηδεύτηκε μέ τιμές ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτου στίς 24 Σεπτεμβρίου καί τάφηκε στό Δημοτικό Κοιμητήριο τῶν Ταξιαρχῶν Ρόδου.
Ὡς κύριο χαρακτηριστικό τῆς προσωπικότητας τοῦ Μητροπολίτου Ἀποστόλου ὡς Ἱεράρχου τοῦ Θρόνου εἶναι ἀναμφίβολα ἡ ἄνευ ὅρων καί ὁρίων ἀφοσίωση στόν ἱερό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ πιστότητα καί ὑπακοή στά κελεύσματα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τὰ δίκαια τῆς ὁποίας διαφύλαξε καί προάσπισε μέ παρρησία καί συνέπεια. Ὡς χαρακτήρας διεκρίθηκε γιά τήν ἁπλότητα, τήν πραότητα, τήν ταπείνωση καί τήν προσήνεια του, ἀρετές οἱ ὁποῖες τὸν καταξίωσαν στή συνείδηση τοῦ ποιμνίου καί γιά τίς ὁποῖες ἐκτιμήθηκε καί ἀγαπήθηκε.
Κυρίλλου Κογεράκη
Μητροπολίτου Ρόδου