Ταυτότητα Ιεράς Μονής |
|
Νομός: |
Δωδεκανήσου |
Περιοχή: |
Ιξιά, Ρόδος |
Ονομασία Μονής: |
Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης |
Χρονολόγηση: |
Αρχές του 19ου αι. (πριν το 1826) |
Περίοδος: |
Νεότερη |
Γιορτάζει: |
Παρασκευή της Διακαινησίμου και 7η Αυγούστου |
Φορέας Προστασίας: |
Ιερά Μητρόπολη Ρόδου |
Τηλέφωνο επικοινωνίας: |
22410-34009 |
Ωράριο Επισκεψιμότητας: |
Ολοήμερο |
Διεύθυνση: |
Ιξιά, Ρόδος |
Ιστορικά Στοιχεία
Ιστορία Μονής
Η Ιερά Μονή της Παναγίας Φανερωμένης βρίσκεται στην περιοχή της Ιξιάς, 4,5χλμ. έξω από την πόλη της Ρόδου, επί του κεντρικού οδικού άξονα Ρόδου-Κρεμαστής. Ο χώρος, όπου βρίσκεται σήμερα η μονή, κατά τον 19ο αι. ήταν τόπος απομονώσεως των λεπρών, γι’ αυτό και η μονή αναφέρεται και ως “Παναγία Λουβιαρίτσα”, όπου ‘λούβα’ στην τοπική διάλεκτο σημαίνει λέπρα και αυτός που υποφέρει από την ασθένεια καλείται ‘λουβιάρης’. Η ανέγερση του πρώτου ναϋδρίου στις αρχές του 19ου αι. συνδέεται με την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου στην παρακείμενη παραλία, η οποία, επειδή φανερώθηκε με θαυμαστό τρόπο, ονομάσθηκε “Φανερωμένη”.
Ο ισχυρός σεισμός που έπληξε τη Ρόδο στις αρχές του 1863, ισοπέδωσε το ναό, ο οποίος ανοικοδομήθηκε περί τα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ου αι., έπειτα από την επανεύρεση της εικόνας της Παναγίας μέσα στα ερείπια. Το 1933 η μονή ανακηρύχθηκε ανδρώα από τον Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολο Τρύφωνος με πρώτο ηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Δωρόθεο Φραγκιά, ο οποίος και την ανακαίνισε. Η οικοδόμηση των κελιών και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου της συντελέστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Κατά τη διετία 2009-2010 πραγματοποιήθηκε η εκ βάθρων ανακαίνιση του καθολικού στον τύπο του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού με νάρθηκα, αγιογραφήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του και κατασκευάσθηκε νέο περίτεχνο τέμπλο. Τα εγκαίνια τελέσθηκαν την 17η Οκτωβρίου 2010 από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ρόδου κ.κ. Κύριλλο.
Η εικόνα της Παναγίας τιμάται σε ξεχωριστό ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι επί του νότιου τοίχου του ναού. Φέρει περίτεχνη αργυρή επένδυση από την οποία εξαιρούνται μόνο τα πρόσωπα των μορφών. Μπροστά της βρίσκονται αναρτημένα τάματα ως δημόσια μαρτυρία ευγνωμοσύνης των πιστών προς την Παναγία και το Θείο Βρέφος. Στο επάνω μέρος της εικόνας καίει τριπλό καντήλι σε θύμηση και ευχαριστία προς τη Θεοτόκο που είναι «προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντος».
Η είσοδος στη μονή πραγματοποιείται από τα ανατολικά μέσω ημικυκλικής αψίδας που οδηγεί στον αύλειο χώρο στο μέσον σχεδόν του οποίου βρίσκεται καλαίσθητο πηγάδι. Στα βόρεια φιλοξενείται το αρχονταρίκι, ο χώρος υποδοχής των προσκυνητών και το ηγουμενείο, ενώ στα νότια διαμορφώνονται τα κελιά. Στα δυτικά βρίσκεται το λιτό κωδωνοστάσιο, το οποίο αντικατέστησε παλαιότερο από το οποίο σήμερα διατηρείται η μαρμάρινη αναθηματική επιγραφή εντοιχισμένη άνωθεν του δυτικού θυρώματος του καθολικού.
Η Ιερά Μονή Φανερωμένης παραμένει ανδρώα και σε αυτήν εγκαταβιώνουν τρεις μοναχοί υπό την πνευματική καθοδήγηση του Ηγουμενεύοντος Αρχιμανδρίτη Ιωαννικίου Αναγνώστου.
Κειμήλια
Πολύτιμοι θησαυροί της Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης είναι τα λείψανα πολλών αγίων που φυλάσσονται προς ευλογία και επιστηριγμό των πιστών, καθώς και απότμημα της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Αρχαία Ακρόπολη, Ρόδος
Βορειοανατολικά της Ιεράς Μονής Φανερωμένης σε απόσταση περίπου 2χλμ., στη σημερινή περιοχή του Αγίου Στεφάνου ή όπως είναι γνωστότερη στο λόφο του Μόντε Σμιθ, βρίσκεται η αρχαία ακρόπολη της Ρόδου, η οποία στις πηγές περιγράφεται “Πεδίων καὶ ἀλσῶν μεστὴ”.
Η ακρόπολη, παρότι δεσπόζει στο υψηλότερο προς τα δυτικά σημείο της πόλης δεν είχε ποτέ αμυντική υπόσταση. Αποτελούσε μια μνημειακή ζώνη με ιερά, δημόσια κτίρια και υπόγειους χώρους λατρείας, λειτουργώντας ως ένα από τα κύρια λατρευτικά κέντρα της πόλης της ελληνιστικής εποχής.
Στο βόρειο και υψηλότερο τμήμα της ακρόπολης δεσπόζει το ιερό της Αθηνάς Πολιάδος και του Διός Πολιέως με κέντρο έναν περίπτερο δωρικό ναό μνημειακών διαστάσεων προσανατολισμένο στον άξονα Α-Δ. Σύμφωνα με τις πηγές εδώ φυλάσσονταν οι συνθήκες που υπέγραφαν οι Ρόδιοι με τις γειτονικές περιοχές. Νοτιότερα στο λόφο, στην κορυφή ενός από τα διαμορφωμένα πλατώματα, βρίσκεται ιερό του 4ου αι. π.Χ. αφιερωμένο στον Πύθιο Απόλλωνα με δωρικό, περίπτερο εν παραστάσι ναό, χωρίς οπισθόδομο, με διαστάσεις στυλοβάτη 19,8x36,45μ. και 6x11 κίονες. Σήμερα από τον ναό διατηρείται σε ύψος το αναστηλωμένο τμήμα της βορειοανατολικής πλευράς του.
Επί της οδού που οδηγούσε από την πόλη, και μέσω κλιμακωτών ανδήρων, στα ιερά εντοπίζονται το στάδιο, το θέατρο/ωδείο και το άνω γυμνάσιο. Το στάδιο, προσανατολισμένο στον άξονα Β-Ν με διαστάσεις ≈200x35μ., θεωρείται έργο της ελληνιστικής περιόδου του 3ου ή 2ου αι. π.Χ. Από την αρχική κατασκευή διατηρείται μέρος της σφενδόνης, ορισμένα εδώλια της χαμηλότερης κερκίδας, οι θέσεις των επισήμων (προεδρίες) και η θέση όπου υπήρχε ο μηχανισμός για την εκκίνηση των αθλητών. Το υπόλοιπο τμήμα του είναι το αποτέλεσμα αναστηλωτικών εργασιών που πραγματοποίησε η ιταλική διοίκηση.
Το θέατρο/ωδείο στη βορειοδυτική απόληξη του σταδίου, με χωρητικότητα ≈800 ατόμων, πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για θεατρικά και μουσικά δρώμενα. Κατά μία άλλη άποψη, λειτούργησε ως χώρος παρακολούθησης και διδασκαλίας της ρητορικής τέχνης, αποτελώντας τμήμα της σχολής του Αισχίνη. Από την αρχική κατασκευή διασώθηκαν λίγα εδώλια των πρώτων κερκίδων και μέρος από τις κλίμακες, τα οποία επέτρεψαν να ανασυσταθεί η κάτοψη του μνημείου, στοιχείο που οδήγησε στην πλήρη αναστήλωσή του κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής του νησιού.
Ανατολικά του σταδίου και έμπροσθεν του θεάτρου/ωδείου διατηρούνται τα οικοδομικά κατάλοιπα του γυμνασίου, το οποίο θεωρείται έργο της ελληνιστικής περιόδου. Προοριζόταν για τη σωματική, αλλά και τη θεωρητική εκπαίδευση των νέων και αποτελούνταν από επιμέρους χώρους με εξειδικευμένη λειτουργία, μεταξύ αυτών και βιβλιοθήκης.
H ακρόπολη της Ρόδου δεν έχει ακόμα ανασκαφεί σε όλη της την έκταση, παρότι έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα από πλείστα άλλα οικοδομήματα και ιερά. Η συνέχιση των ανασκαφικών και αναστηλωτικών εργασιών θα επιτρέψει τη βαθύτερη κατανόηση της τοπογραφίας του χώρου και την περαιτέρω γνώση της ιστορίας της ευρύτερης περιοχής.
Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Ρόδος.
Παραμένοντας στην αρχαία ακρόπολη της Ρόδου και κινούμενος ο επισκέπτης προς το βόρειο τμήμα της, όπου έχει εντοπιστεί μνημειακό σύνολο νυμφαίων (χώροι λατρείας των Νυμφών και του Πάνα), συναντά επί του περιφερειακού οδικού άξονα την κλίμακα που οδηγεί στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
Πρόκειται για σπηλαιώδη χώρο, πιθανόν μέρος του συμπλέγματος των νυμφαίων της περιοχής, ο οποίος μέχρι το 1947 χρησιμοποιούνταν από τους κτηνοτρόφους ως βοηθητικός χώρος ποιμνιοστασίου. Την ίδια χρονιά στο εσωτερικό του ορύγματος εντοπίστηκε η εικόνα του Αγίου Νικολάου. Έκτοτε, με διαμορφώσεις μικρής κλίμακας για να τηρηθεί κατά το δυνατόν το εκκλησιαστικό τυπικό, ο χώρος μετατράπηκε σε ναΰδριο, Σήμερα τελεί υπό την ευθύνη της εκκλησιαστικής επιτροπής του ενοριακού ναού του Αγίου Ιωάννου της πόλεως Ρόδου και υπάγεται στη διαχείριση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Η λατρεία μέσα στα σπήλαια δεν είναι κάτι άγνωστο ούτε κατά την αρχαιότητα, αλλά ούτε και κατά τα χριστιανικά χρόνια. Αντίθετα, αποτελεί κοινή πρακτική καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι ευσεβείς πιστοί από τα πρώτα χρόνια της χριστιανοσύνης έχτισαν σε αυτά εκκλησίες και μοναστήρια για τη λατρεία του Χριστού, του οποίου εξάλλου η γέννηση έλαβε χώρα μέσα σε σπήλαιο, το σπήλαιο της Βηθλεέμ.