Οι Τρεις Ιεράρχες αποτελούν τον καλύτερο εαυτό της παιδείας, την αυθεντικότερη έκφρασή της. Είναι οι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητας, των οποίων η αγάπη για το Θεό και τον άνθρωπο, η αφοσίωσή τους στην αλήθεια και την αρετή, λάμπει ανάμεσα στις σελίδες των έργων τους. Εύκολα γίνεται κατανοητό γιατί καθιερώθηκε ο πνευματικός εορτασμός της μνήμης των Τριών Ιεραρχών μέσα στο χώρο της παιδείας, ως γιορτή των ελληνικών γραμμάτων. Αυτό σχετίζεται με τη συνεισφορά τους στη ζεύξη της ελληνικής παιδείας με την αλήθεια της Αποκάλυψης.
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν εκείνοι που άφησαν πίσω τους τη σκέψη, αγνόησαν την αμφιβολία, ένωσαν την έρημο με την πόλη, έδωσαν τους εαυτούς τους για να κερδίσουν τους άλλους, άπλωσαν τον ανθρώπινο λόγο για να πατήσει και να περπατήσει ο Θείος λόγος, αποκατέστησαν τον άνθρωπο στα μέτρα της θείας δημιουργίας.
Είναι αυτοί που σαν φάροι φωτίζουν το δρόμο της επιστροφής προς τις πηγές για τη ζωοποίηση της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Δείχνουν το δρόμο της αληθινής γνώσης και μόρφωσης που δεν «φυσιοί αλλά τελειοί» όπως λέει και ο Απ. Παύλος. Δείχνουν τη μέθοδο για τη λύση των ανθρώπινων προβλημάτων, ενώ η θεμελιωθείσα από αυτούς ελληνοχριστιανική παιδεία οδηγεί στη ζωή και λυτρώνει τον άνθρωπο από το θάνατο.
Έρχονται οι Τρεις μέγιστοι φωστήρες να τονίσουν ότι τα τεχνικά επιτεύγματα, ο τεχνικός πολιτισμός και η λογοκρατική παιδεία θα οδηγήσουν τον άνθρωπο μακριά από το Θεό και την αλήθεια, αν δεν εμφορούνται από το πνεύμα της παιδείας που γέννησαν βέβαια τα ελληνικά γράμματα, μόρφωσαν όμως και ζωοποίησαν ο χριστιανισμός και η εκκλησία. Βροντοφωνούν και σήμερα οι πατέρες ότι το «γράμμα κτείνει, το πνεύμα ζωοποιεί».
Αλλά για να ζωοποιήσει το αθάνατο ελληνικό πνεύμα και το πνεύμα της πεντηκοστής τη σημερινή παιδεία, χρειάζονται εργάτες σκαπανείς του πνεύματος, φορείς, εραστές της σοφίας και γνώσης, άνθρωποι με ζήλο και αποφασιστικότητα για θυσίες, για να ετοιμάσουν μια νέα πεντηκοστή ελληνοχριστιανικής παιδείας.
Η ελληνοχριστιανική παιδεία μπορεί να διδάξει και να εμπνεύσει τον άνθρωπο, που είναι εικόνα του Θεού, να συμπεριφέρεται κόσμια με πλήρη αγάπη και σεβασμό στο συνάνθρωπο, τη φύση και το Θεό και να συμβάλει θετικά και δημιουργικά σε μια καλύτερη κοινωνία.
Είναι αλήθεια ότι έχει άμεση σχέση ο χώρος που ζει κάποιος και η αγωγή που παίρνει, ενώ αντίθετα η πνευματική καλλιέργεια και το επίπεδο παιδείας του φανερώνεται με το πώς διαμορφώνει το χώρο της ζωής του, το περιβάλλον του. Πως στους τέσσερις αιώνες της τουρκοκρατίας άντεξε ο λαός, η πίστη του, η συνείδησή του; Που βρίσκεται σήμερα αυτή η δύναμη του λαού, που βλάστησε από τα σπλάχνα του τον Ακάθιστο Ύμνο και τα δημοτικά τραγούδια, που έπλασε την Αγία Σοφία και τις αιγαιοπελαγίτικες εκκλησίες; Έχει να δώσει και να πει κάτι σήμερα ο σύγχρονος άνθρωπος; Μήπως μερικοί βρήκαν κάπου αλλού κάτι πιο πολύτιμο και ευφυές και περιφρονώντας την πίστη και την αίσθηση του λαού προσπαθούν να το εντάξουν στη ζωή του;
Ο ελληνισμός με τους Τρεις Ιεράρχες αρνήθηκε τα φθαρτά του στοιχεία, βαφτίστηκε μέσα στο χριστιανισμό, μεταμορφώθηκε και έτσι μεταμορφώθηκε η ζωή. Ό,τι προηγουμένως ήταν απλό γράμμα, τώρα έγινε πνεύμα γεμάτο ζωή, ό,τι προηγουμένως ήταν σχήμα κενό, τώρα απέκτησε περιεχόμενο πραγματικό. Οι τρεις πατέρες έκαναν το κολοσσιαίο έργο να θέσουν στην παιδεία, στα γράμματα και την τέχνη όρια. Αλλά βάζοντας όρια δεν περιόρισαν την παιδεία, αντίθετα την συμπλήρωσαν. Οι Έλληνες είχαν οδηγήσει την παιδεία ως τον άνθρωπο, αυτοί την οδήγησαν ως το θεάνθρωπο. Οι Έλληνες είχαν οδηγήσει την τέχνη ως την ανθρώπινη ζωή, αυτοί την οδήγησαν ως τη θεία ζωή.
Για τους Έλληνες η τέχνη ήταν μια ανθρωποφάνεια. Αυτοί την ύψωσαν σε θεοφάνεια. Έτσι διέστειλαν και απειροποίησαν τον ελληνισμό. Σκοπός της παιδείας λοιπόν, κατά την πατερική αντίληψη, είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να γίνει εικόνα, πρόσωπο, να φθάσει σε τέτοιο βαθμό καθαρότητας, γνησιότητας, σαφήνειας, εσωτερικής γαλήνης και απάθειας, ώστε να γίνει μια συγκεκριμένη, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, φανέρωση του Θεού. Όταν υπάρξουν αρκετοί τέτοιοι άνθρωποι μέσα στην κοινωνία, τότε μπορεί να γίνει εικόνα της βασιλείας του Θεού και ο κόσμος εικόνα του παραδείσου.
Ο δάσκαλος κατά τον Χρυσόστομο είναι «πνευματικός άρχοντας», το «αξίωμα του δασκάλου» όπως και του κληρικού «είναι μέγα και θαυμαστό», γιατί μεταγγίζει στους μαθητές «το καλώς ζην» αφού «η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστί». Για να επιτύχει όμως το σκοπό αυτό ο δάσκαλος «πρέπει να υπερέχει όχι στις τιμές αλλά στις αρετές».
Ζητεί από το δάσκαλο ζήλο και παιδαγωγικό ενθουσιασμό ώστε οι λόγοι του να εισορμούν στις ψυχές των μαθητών πιο δυνατά και από τον πυρακτωμένο σίδηρο και να τους αφυπνίζουν. «Εκάθισε στο διδασκαλικό θρόνο για να σαλπίσει την αλήθεια». Έχει καθήκον να πληροφορεί, να διδάσκει, να παρακινεί στο καλό, να θεραπεύει την ψυχή. «Το έργο του δασκάλου μοιάζει με το έργο του γιατρού, διορθώνει και θεραπεύει τον πληγωμένο».
Ο ιερός πατέρας παρομοιάζει την εφηβική κρίση με «μεγάλη βαρυχειμωνιά» που ενέσκηψε και που ο κυβερνήτης πρέπει να είναι ικανός και έτοιμος να αντιμετωπίσει.
Πρέπει να αγκαλιάσουμε λοιπόν τα παιδιά μας και τους μαθητές μας όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Η οργή, η χολή και η αγανάκτηση είναι το μαχαίρι που κόβει την επαφή μας με τη χάρη του Θεού και χωρίς χάρη Θεού είναι αδύνατο να ασκήσουμε σωστή αγωγή.
Ο σοφός ιεράρχης συνιστά, προτού ελέγξουμε το παιδί να το επαινέσουμε για κάποιο χάρισμα ή έργο του ώστε να δημιουργηθεί κατάσταση ευφορίας στη ψυχή του, οπότε ο έλεγχος που θα ακολουθηθεί θα είναι ανώδυνος ή λιγότερο οδυνηρός.
Στους κακούς και πονηρούς συνιστά να κάνουμε τις παρατηρήσεις μας αόριστα και ανώνυμα, οπότε ο ένοχος ακούει χωρίς να εκτίθεται και να αντιδρά. Αυτό κάνει ο Κύριος στο μυστικό Δείπνο: «Εις εξ υμών παραδώσει με». Ελέγχει τον Ιούδα χωρίς να τον κατονομάζει και να τον εκθέτει. Θέλει να του δώσει, άλλη μια ακόμη ευκαιρία να διορθωθεί.
Είναι μεγάλο λάθος να απογοητεύεται κανείς στην αγωγή. Με την πάροδο του χρόνου αλλάζουν οι νέοι και οι διαθέσεις τους. Μερικοί που τώρα κάνουν το «σκληρό», φθάνουν κάποτε στην απελπισία και περιμένουν ένα χέρι βοηθείας. Είναι λάθος λοιπόν να κόβουμε τις γέφυρες επικοινωνίας μαζί τους. Για τα παιδιά που εμμένουν στο κακό, ο σοφός ιεράρχης θεωρεί την αυστηρότητα «άριστο μέσο θεραπείας και απόδειξη στοργής».
Όταν υπάρχει σωστή επικοινωνία, διάλογος και συνεργασία μεταξύ δασκάλου-μαθητή, οι καρδιές ανοίγουν και εμπιστεύονται η μια την άλλη. Τότε ο δάσκαλος μπορεί να κατεβάζει άνετα τη διδασκαλία στο επίπεδο του μαθητή, να αλλάζει τον τρόπο διδασκαλίας, να ποικίλει το λόγο του, να ενισχύει και να ενθαρρύνει το μαθητή, να του παρέχει ευκαιρίες, να αυτενεργεί. Αρκεί να γνωρίζει καλά τις ιδιαίτερες κλίσεις και εφέσεις του και να μπορεί να τον κατευθύνει με σιγουριά στη μελλοντική του σταδιοδρομία.
Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής, η συνάντηση δηλαδή δύο ψυχών, δύο καρδιών, ο λόγος εναλλασσόμενος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους βοηθάει, ώστε να κατανοήσει και να πλησιάσει ο ένας τον άλλο. Κατά τον Άγιο Ι. Χρυσόστομο «ό,τι είναι για το σώμα οι εναγκαλισμοί, είναι για την ψυχή η επικοινωνία με λόγια». Ο διάλογος είναι δείγμα αγάπης αλλά και αυξάνει την αγάπη είναι το καλύτερο μέσο για να πείσουμε τα παιδιά, το καλύτερο όργανο για τη μετάδοση γνώσεων, βιωμάτων και εμπειριών.
Ο δάσκαλος δεν πρέπει να λησμονεί ποτέ ότι η ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής. Η ασέβεια είναι το χαρακτηριστικό στίγμα της εποχής μας. Μας έχει κατακλύσει ως προκλητική πολεμική κατά του θελήματος του Θεού. Ο άγιος Γρ. Θεολόγος καυτηριάζει την ασέβεια και τονίζει χαρακτηριστικά: θα υπήρχε ασέβεια αν υπήρχε ευσέβεια; Τα αγκάθια φυτρώνουν εκεί όπου τα λουλούδια δεν καλλιεργούνται και η ασέβεια κυριαρχεί εκεί όπου η ευσέβεια ατονεί. Κεντρικός άξονας της πίστης και ευσέβειας των Τριών Ιεραρχών η αφειδώλευτη αγάπη για τον πλησίον, το ανάλωμα για την κοινωνία.
Λυώνει στην υπηρεσία της αγάπης ο Μ. Βασίλειος, καθώς διακονεί το συνάνθρωπο του μέσα στη Βασιλειάδα.
Αδούλωτος και άκαμπτος από την κοσμική εξουσία ο Ι. Χρυσόστομος, αγωνίζεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, ενάντια στην καταπίεση και εκμετάλλευση.
Περιφρονεί τα αξιώματα ο Γρ. Θεολόγος και χάριν της αγάπης και της ομόνοιας παραιτείται από Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλης.
Πέτυχαν σαν επιστήμονες. Ασχολήθηκαν σε όλο το βάθος και σε όλη την έκταση με τη μόρφωση και συνέλαβαν την ουσία της γνώσης ακέραια και όχι ως ψήγματα χρυσού.
Πέτυχαν σε όλους τους τομείς. Γι’ αυτό και ξέφυγαν τα σύνορα της εποχής τους και έγιναν οι σπουδαίοι γίγαντες του πνεύματος. Έγιναν οι θεμελιωτές και πλαστουργοί του μοναδικού ανθρωπισμού που συγκροτείται από το ύψος της ορθόδοξης αποκάλυψης και από το κάλλος του ελληνικού λόγου. Σμιλευτές του τιτάνιου ελληνορθόδοξου πολιτισμού δεν παρέμειναν οι πτωχοί άγιοι της χριστιανοσύνης αλλά οι ουρανοδρόμοι οδοδείκτες προς το ιδανικό και τέλειο.
Πέτυχαν, γιατί διέθεταν την αλάνθαστη πυξίδα της ορθόδοξης πίστης και τον τέλειο χάρτη πορείας της ευαγγελικής διδασκαλίας. Έτσι έζησαν σαν μεθοριακές υπάρξεις ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο επιστητό και το υπερβατικό, στο καθημερινό και στο άγιο. Αναδείχθηκαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες και συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του ελληνισμού μέσα στην εκκλησία. Η σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού υπήρξε όχι μόνο εθνοσωτήρια, αφού διέσωσε τον ελληνισμό επί Βυζαντίου και Τουρκοκρατίας, αλλά και κοσμοσωτήρια γιατί πάνω σ’ αυτήν θεμελιώθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, ενώ σήμερα η ορθόδοξη ελληνοχριστιανική παράδοση αποτελεί τη βασική πηγή ανεφοδιασμού για το έθνος.
Δεν σβήνει η κανδήλα της χάριτος στην Αγία-Σοφία, και αν γίνει τζαμί ή μουσείο. Δεν καταστρέφεται, και αν γίνει χώμα. Ιερουργείται στο διηνεκές το μυστήριο της σαρκωθείσης του Θεού Σοφίας. Αυτός είναι ο άξονας της ιστορίας μας. Έξω από την εκκλησία αν δεις τη σύγχρονη ιστορία μας, σε πιάνει πανικός, παντού απλώνεται μαύρη κατήφεια. Όταν θυμόμαστε τη μικρασιατική καταστροφή, όταν τα διηγούμαστε, τα βλέπουμε, τα κρίνουμε έξω από την εκκλησία, βρισκόμαστε σε μια συμφορά ανεπανόρθωτη. Όταν βάλουμε όμως το νεκρό της Μικράς Ασίας μέσα στην Αγία-Σοφία, τότε όλα γαληνεύουν κάτω από τη θόλο της, παίρνουν άλλες διαστάσεις, φωτίζονται με φως άλλης χροιάς, ιλαρότητας και διάρκειας. Η συμφορά γίνεται γεννητική άλλης δύναμης, ήθους, χρέους. Το πένθος αποδεικνύεται χαροποιόν, βλέπεις ότι μπορούμε να ζήσουμε, να συνεχίσουμε την ιστορία μας, παρ’ όλες τις συμφορές και εξ’ αιτίας των συμφορών.
Η μεγάλη ιδέα – σήμερα μπορεί να την ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Ένωση- δεν είναι η κατάληψη ενός χώρου, αλλά η άνοδος σε ένα πνευματικό επίπεδο, το να αναχθούμε στο ύψος του ήθους της Αγια – Σοφιάς, στο ύψος της Ορθόδοξης Θείας Λειτουργίας. Να προσκομίζουμε, να αγιάζουμε τη ζωή και την ιστορία μας μέσα στη Θεία Λειτουργία. Έτσι η Μεγάλη Ιδέα του γένους μας φανερώνεται πως είναι η Μεγάλη Ιδέα του ανθρώπινου γένους, είναι η ίδια η ορθόδοξη εκκλησία. Διαστέλλεται, αγιάζεται ο άνθρωπος, το γένος, η ιστορίας μας. Η εκκλησία μας μυσταγωγεί δια της ιστορίας στο τέλος, που είναι η αρχή της ατελεύτητης ζωής. Δια της εκκλησίας παίρνει νόημα η ζωή του καθενός μας και ολόκληρου του λαού μας. Οι Τρεις Ιεράρχες με τη ζωή και την κοινωνική δράση τους δημιούργησαν ένα ολόκληρο κόσμο πνευματικής ομορφιάς και ψυχικού μεγαλείου.
Αλλά όσα και να αναφέρει κανείς για τις μεγάλες μορφές των Τριών Ιεραρχών δεν θα μπορέσει να αποδώσει με ακρίβεια την έκταση του έργου τους και της προσφοράς τους στην εκκλησία, κοινωνία και ανθρωπότητα. Ας ανάψουμε τη λαμπάδα της ζωής των παιδιών με το πνεύμα τους. Να δώσουμε σ’ όλα τα παιδιά τη δυνατότητα, πλησιάζοντας τους πυρφόρους και θεοφόρους αυτούς ανθρώπους, να γίνουν κι αυτοί άνθρωποι ζωντανοί, αυθόρμητοι, ατρόμητοι σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε απειλή, φοβεροί στον ίδιο το θάνατο. Ταυτόχρονα να είναι λεπτοί, ευαίσθητοι, παρηγοριά για κάθε κατατρεγμένο και πληγωμένο, για κάθε πλάσμα, για όλη τη δημιουργία που συνωδίνει και συστενάζει, περιμένοντας και αυτή την ελευθερία της από τα ελευθερωμένα τέκνα του Θεού. Να γίνουν τεχνίτες, επιστήμονες, εργάτες, αγρότες, έμποροι, καλλιτέχνες και να νιώθουν ότι όλα είναι άγια, σεμνά, γεμάτα φως, χάρη, αιωνιότητα, τα πρόσκαιρα, τα μικρά, τα υλικά, όλα όταν είναι ευλογημένα από το Θεό. Να κάνουν έτσι όλες τις δουλειές, να εξασκήσουν τα επαγγέλματα, τις τέχνες και επιστήμες σαν ιερά διακονήματα, εργόχειρα, σαν μια μορφή προσευχής, τρόπο προσφοράς και αγάπης προς τον άλλο. Να νοιώσουν, να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει διχασμός στη ζωή του ανθρώπου, δεν είναι πνευματικό το μη υλικό, αλλά το γεμάτο με τη χάρη του Θεού, που χαρίζει τον παράδεισο από τώρα σ’ ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου.
ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΘΥΜΙΔΗ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΡΟΔΟΥ (30/01/13)