Ιερά Μητρόπολις Ρόδου

Copyright ©2017 imr.gr

Disable Preloader
Ιερά Μητρόπολις Ρόδου

Μάρτυρες Κλήμης και Αγαθάγγελος

Ὁ πανένδοξος καὶ πολύαθλος Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κλήμης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας. Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρη πατέρα καὶ μητέρα Χριστιανή, τὴν Εὐφροσύνη, ἡ ὁποία, προτοῦ πεθάνει, τοῦ εἶπε προφητικὰ ὅτι θὰ ὑπομείνει πολυχρόνια δοκιμασία γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του υἱοθετήθηκε ἀπὸ κάποια εὐσεβῆ γυναίκα, ποὺ ὀνομαζόταν Σοφία, ἡ ὁποία τὸν ἀνέθρεψε μὲ ἐπιμέλεια καὶ τὸν καλλιέργησε στὴν πίστη. Ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ νηστεύει καὶ νὰ ζεῖ σὰν Μοναχός. Χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος, καὶ πολὺ νωρίς, ἐνῶ ἦταν μόλις εἴκοσι ἐτῶν, ἀνέβηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς πατρίδας του Ἀγκύρας. Μαθαίνοντας τὰ θεάρεστα ἔργα του καὶ τὰ κατορθώματα τῆς θεοφιλοῦς ποιμαντορίας του ὁ αὐτοκρατορικὸς βικάριος τῆς Γαλατίας τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνισε μὲ σκληρότητα, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ κάμψει τὸ φρόνημά του τὸν ἔστειλε στὴ Ρώμη γιὰ νὰ δικαστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα, καί καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ὑπέστη παντοειδεῖς καὶ φρικώδεις βασάνους καὶ ὁ ἀγώνας του πρὸς τοὺς τυράννους κράτησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς νὰ γνωρίσει ἀνακωχή.
 
Στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης, ὅπου τὸν ἔκλεισαν σιδηροδέσμιο μετὰ ἀπὸ πολλὲς αὐστηρὲς καὶ βασανιστικὲς ἀνακρίσεις, τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα ξύλο, ἔσκισαν τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια, τὸν κτύπησαν μὲ πέτρες, τὸν ἔδεσαν στὸν τροχό, τοῦ συνέτριψαν τὰ σαγόνια καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ὅλα τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα καὶ κατόρθωσε μὲ τὸ παράδειγμά του νὰ φέρει στὴν ἀληθινὴ πίστη πολλοὺς εἰδωλολάτρες, τοὺς ὁποίους βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅλοι ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίστηκαν καὶ ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
 
Ὁ τύραννος, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε μὲ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ βασανιστήρια νὰ τὸν μεταπείσει, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν Νικομήδεια, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ ἐκεῖ ἔπαρχος θὰ κατόρθωνε νὰ καταβάλει τὸ φρόνημά του. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίστηκαν, ἦταν ὁ Ἀγαθάγγελος, Ρωμαῖος στὴν καταγωγή. Θέλοντας νὰ συνοδεύσει  τὸν Ἅγιο Κλήμεντα στὸ μαρτύριο  δραπέτευσε καὶ ἀνέβηκε κρυφὰ στὸ πλοῖο ποὺ θὰ τὸν μετέφερε στὴ Νικομήδεια. Μόλις μπῆκε στὸ πλοῖο ὁ Ἱερομάρτυς Κλήμης, ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔπεσε στὰ πόδια του. Ὁ Κλήμης χάρηκε, ποὺ εἶδε τὸν Ἀγαθάγγελο ἐκεῖ, καὶ θεώρησε τὴν ἐπιθυμία του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστὸ ὡς εὐλογία Θεοῦ.
 
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ πρὸς τὴ Νικομήδεια τὸ πλοῖο προσάραξε στὴ Ρόδο, ὅπου ἀρχιεράτευε τότε ὁ μακάριος Ἐπίσκοπος  Φωτεινός. Αὐτός, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι πάνω στὸ πλοῖο βρισκόταν ὁ πολύαθλος Κλήμης, κατέβηκε, μαζὶ μὲ πολλοὺς Χριστιανοὺς στὸ λιμάνι τῆς πόλεως, καὶ παρακάλεσε τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς Μάρτυρες νὰ ἀποβιβαστοῦν. Ὅταν ἔλαβε τὴ συγκατάθεσή τους, παρέλαβε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς συνόδευσε στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Κλήμης, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου, τέλεσε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱερουργίας, πολλοί. ποὺ ἦταν ἄξιοι, τὸν εἶδαν νὰ καταλάμπεται ἀπὸ οὐράνιο φῶς, Ἄγγελοι δὲ νὰ τοῦ παραστέκονται καὶ νὰ τὸν διακονοῦν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀκούστηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ ἔτρεξε στὸ ναὸ πλῆθος λαοῦ, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες, καὶ μάλιστα ὅσοι εἶχαν ἀσθενεῖς, πάνω στοὺς ὁποίους ἔθεσε τὰ χέρια του ὁ Ἅγιος καὶ τοὺς θεράπευσε. Οἱ στρατιῶτες, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως ὁ λαὸς πάρει τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς φυγαδεύσει, τοὺς ἀνέβασαν πάλι στὸ πλοῖο καὶ ἀπέπλευσαν πρὸς τὴ Νικομήδεια.
 
Μόλις ἔφθασαν ἐκεῖ, παραδόθηκαν οἱ Μάρτυρες στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοὺς ὑπέβαλε ἐκ νέου σὲ φρικώδη βασανιστήρια· τοὺς παρέδωσε στὰ θηρία, τὰ ὁποῖα δὲν τοὺς πείραξαν, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς τρυπήσουν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ τὰ χέρια ἀνάμεσα στὰ δάκτυλα, νὰ τοὺς βάλουν μέσα σὲ σάκκους καὶ νὰ τοὺς καταποντίσουν στὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου Ἄγγελλοι τοὺς διέσωσαν καὶ τοὺς ὁδήγησαν πίσω στὴν πόλη, θεραπεύοντας καθ᾿ ὁδὸν δύο τυφλοὺς παραλυτικούς. Ὁ ἔπαρχος, ἐπειδὴ φοβήθηκε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ, τοὺς ἔστειλε μὲ συνοδεία στρατιωτῶν στὴν Ἄγκυρα, ὅπου ὑποβλήθηκαν πάλι σὲ ποικίλα καὶ πολυώδυνα μαρτύρια.
 
 Ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα μεταφέρθηκαν στὴν πόλη Ἀμισὸ τοῦ Πόντου, ὅπου ὑπέστησαν καὶ νέα φρικτὰ βασαντιστήρια καὶ δέχθηκαν στὴ φυλακὴ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος γιάτρεψε τὶς πληγές τους. Ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως Δομετιανός, διαπιστώνοντας ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κάμψει τὸ φρόνημά τους, τοὺς μετέφερε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ τοὺς παρέδωσε στὸν συναυτοκράτορα Μαξιμιανό, ποὺ διέμενε ἐκεῖ. Νέες ἀνακρίσεις καὶ νέα μαρτύρια δὲν κατάφεραν νὰ μεταπείσουν τοὺς ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἐστάλησαν ἐκ νέου στὴν Ἄγκυρα, ὅπου δοκίμασαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν ἀγριότητα καὶ βιαιότητα τῶν βασανιστῶν. Ὁ ἅγιος Ἀγαθάγγελος στὸ τέλος ἀποκεφαλίστηκε καὶ ὁ μακάριος Κλήμης φυλακίστηκε. Τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων τὸν ἐπισκέφτηκε στὴ φυλακὴ ἡ θετή του μητέρα Σοφία καί κατόρθωσε νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς δεσμοφύλακες γιὰ νὰ τὸν μεταφέρει στὸν ναό, ὅπου ἐνδεδυμένος λευκὰ ἄμφια τέλεσε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ κοινώνησε τοὺς πιστοὺς, προτοῦ ἐπιστρέψει μὲ τὴ θέλησή του στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες, ἐνῶ τελοῦσε καὶ πάλι τὴν θεία μυσταγωγία, μπῆκαν οἱ εἰδωλολάτρες στὸν ναὸ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν ἐνῶ ἐκεῖνος ἔκλινε τὴν κεφαλή του πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Μαζὶ του θανατώθηκαν καὶ οἱ δύο Διάκονοι ποὺ ἦταν μαζί του. Ἡ εὐσεβὴς Σοφία πῆρε τὰ σώματά τους καὶ τὰ ἐνταφίασε σὲ τόπο ὀνομαζόμενο Κρυπτόν.
 
Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἀνήγειρε ἐντὸς τῶν ἀνακτόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976–1025 μ.Χ.), ὅπου φυλασσόταν ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ ἄλλα ἱερὰ λείψανα. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰώνα. ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων ἄρχισε νὰ τελεῖται στὴ Μονὴ τοῦ Πατριάρχη Εὐθυμίου (907–912 μ.Χ.), ποὺ βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῶν Ὑψωμαθείων, στὴν ὁποία, τὸ ἔτος 907, ὁ Μητροπολίτης Ἀγκύρας Γαβριὴλ δώρισε τὸ ὠμοφόριο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος καὶ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου.
 
Ἡ Μνήμη τους Ἑορτάζεται στίς 23 Ἰανουαρίου.
 
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρίδα τὴν θείαν, τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, Κλήμεντα σοφὸν Ἱεράρχην, καὶ κλεινὸν Ἀγαθάγγελον· μακρᾷ γὰρ τῶν βασάνων δοκιμῇ, ἐνήθλησαν ἀνδρείως ἐπὶ γῆς, καὶ δεξάμενοι τὸ στέφος παρὰ Θεοῦ, προΐστανται τῶν βοώντων· Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι δι᾿ ἡμῶν, ἡμῖν χάριν σωτήριον.
 
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ἀμπέλου γέγονας, τίμιον κλῆμα, τοῦ Χριστοῦ πανεύφημε, Κλήμη πολύαθλος ὀφθείς, σὺν τοῖς συνάθλοις τε ἔκραζες· Χριστὲ Μαρτύρων, φαιδρὸν ἀγαλλίαμα.
 
Μεγαλυνάριον.
Κλήμην εὐφημήσωμεν τὸν σοφόν, σὺν Ἀγαθαγγέλῳ, τῷ συνάθλῳ οἱ εὐσεβεῖς, ὡς τῆς εὐσεβείας, ἐνδόξους στεφανίτας, καὶ θείους ἡμῶν πρέσβεις, πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον.
 
 
Share: