Μετά την κατάληψή της Ρόδου από τους Τούρκους το 1523, οι χριστιανοί εκδιώχθηκαν από την οχυρωμένη πόλη και δημιούργησαν τις συνοικίες, τα «μαράσια», γύρω απ’ αυτή. Το νότιο «Κάτω μαράσι» περιλάμβανε εκτός της Μητρόπολης, τις συνοικίες της Αγίας Αναστασίας, του Αγίου Γεωργίου του Κάτω, ή «Καμμένου», του Αγίου Γεωργίου του Πάνω και του Αγίου Νικολάου. Το «Πάνω μαράσι» κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1523-1912) περιλάμβανε, εκτός του Αγίου Ιωάννη και την συνοικία των Αγίων Αναργύρων. Η βόρεια συνοικία του Νιοχωριού παρά το όνομά της είναι από τα παλιότερα μαράσια, καθότι εμφανίζεται σε χάρτη του 1621.
Τα Εισόδια της Θεοτόκου είναι ο μητροπολιτικός ναός της Ρόδου και βρίσκεται στο «Κάτω Μαράσι» της Μητρόπολης. Βρισκόταν στη θέση «Παξιμάδα» πάνω στον δρόμο που ξεκινούσε από την πύλη του Αγίου Ιωάννη, ή Κόκκινη πόρτα, ή πύλη Κοσκινού της παλιάς πόλης προς τις νότιες συνοικίες και τα χωριά του νησιού, αλλά διακόπηκε από την κατασκευή του γηπέδου «Διαγόρας» κατά την ιταλική περίοδο. Αποτελούσε το κέντρο της ευρύτερης συνοικίας «Κάτω Μαράσι» κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η πρόσφατη ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου με την αρχαιολόγο Άννα-Μαρία Κάσδαγλη κατά την περίοδο 2019-2020 και η αφαίρεση των εσωτερικών επιχρισμάτων της ανωδομής, κατά τη διάρκεια εργασιών επισκευής του μητροπολιτικού ναού έφερε νέα στοιχεία στο φως. Όπως κατέδειξε η ανασκαφή στο μέσον του δαπέδου της τρίκλιτης εκκλησίας και στο μεσαίο κλίτος της εμφανίσθηκαν τα θεμέλια μιας αρκετά μικρότερης μονόχωρης καμαροσκέπαστης βασιλικής. Ο κυρίως ναός της μονόχωρης βασιλικής καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ της τέταρτης από ανατολικά σειράς των κιόνων μέχρι το τέμπλο του σημερινού ναού. Παρουσιάζονται και τα θεμέλια μιας μεταγενέστερης προσθήκης προς τα δυτικά ενός νάρθηκα ή πρόναου, που επεκτείνει τον ναό μέχρι την πέμπτη σειρά κιόνων της τρίκλιτης εκκλησίας. Η τρίπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά κόγχη του ιερού της μονόχωρης βασιλικής έφτανε μέχρι τη θέση της σημερινής Αγίας Τράπεζας, η οποία εδράζεται μάλιστα πάνω στον τοίχο της παλιάς αψίδας.
Τα θεμέλια της παλιάς εκκλησίας των Εισοδίων στο Κάτω Μαράσι τεκμηριώνουν την ύπαρξη του παλιότερου ναού, που καθαιρέθηκε από τους ντόπιους, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των Ελλήνων, των ιπποτών και του μ.μ. Pierre d’Aubusson, το 1481, για να μη αποτελέσει ορμητήριο των πολιορκητών στην επικείμενη νέα πολιορκία του Μωάμεθ. Το μικρό μέγεθος οφείλεται προφανώς στο ότι κατά την ιπποτοκρατία ήταν ξωκλήσι ή οικογενειακός ναός, όπως όλες οι άλλες εκκλησίες εκτός των τειχών. Αυτές οι μικρές εκκλησίες απετέλεσαν τους ενοριακούς ναούς των νέων εκτός τειχών συνοικιών των Ελλήνων κατά τους πρώτους αιώνες (16ο & 17ο) της τουρκοκρατίας στη Ρόδο, ενώ αυτή η εκκλησία τον μητροπολιτικό ναό της Ρόδου. Η ύπαρξη επισκοπικού τάφου σε αρκοσόλιο ενταγμένο στον βόρειο τοίχο του 17ου αιώνα τεκμηριώνει τη χρήση της ως μητροπολιτικού ναού της εκκλησίας.
Η ύπαρξη δύο διαφορετικών και με μικρή απόκλιση, ημικυκλικών κογχών στο ιερό, μπορεί ίσως να αποδοθεί σε δυο διαφορετικές φάσεις. Ίσως λοιπόν η σε χαμηλότερη στάθμη ημικυκλική κόγχη να ανήκει στην αρχική μονόχωρη εκκλησία και η σε λίγο ψηλότερη στάθμη να ανήκει στην εκκλησία που κτίστηκε, όταν ανακατασκευάσθηκε ο γκρεμισμένος κατά το 1481 από τους Ροδίτες ναός ίσως μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1523. Σύμφωνα με την παράδοση οι Ροδίτες πήραν την άδεια από τον τοπικό πασά να οικοδομήσουν σε 40 μέρες την εκκλησία τους, οπότε πιθανά ανακατασκευάστηκε τον 16ο αιώνα.
Ο σημερινός μητροπολιτικός ναός κτίστηκε το 1750, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή της, στη θέση της παλιότερης Παναγίας «Θολαρίτσας». Η εκκλησία επισκευάσθηκε ίσως το 1842, ενώ το βοτσαλωτό της αυλής κατασκευάστηκε σύμφωνα με επιγραφή το 1843. Η προσθήκη νάρθηκα με πατάρι για γυναικωνίτη στις δύο δυτικές σειρές εντός του κυρίως ναού και έξω απ’ αυτόν με δύο καμπαναριά έγινε πιθανά επί μητροπολίτου Γερμανού (1877-1888). Τα ένα από τα δύο τετραώροφα καμπαναριά επισκευάστηκε το 1959. Μετά τους σεισμούς του 1956-7, όταν έγινε και γενική επισκευή του ναού από τον εργολάβο Νικόλαο Τσιμέτα, σύμφωνα με επιγραφή της εκκλησίας.
Η εκκλησία σήμερα είναι τρίκλιτη με πρόναο, γυναικωνίτη και δύο καμπαναριά μέγιστων διαστάσεων 30.45Χ11.80 μ. Τρία μόνο γοτθικά σταυροθόλια με βεργωτές νευρώσεις διατηρούνται μεταξύ των τεσσάρων κιόνων στο μεσαίο κλίτος. Η αρχική εκκλησία του 1750, όπως έδειξαν οι πρόσφατες εργασίες, αποτελούνταν από μια τρίκλιτη βασιλική με δυο κιονοστοιχίες από 5 κίονες, που το μεσαίο κλίτος, υπερυψωμένο και φωτισμένο με κυκλικούς φεγγίτες, πάνω από τις στέγες των πλαγίων κλιτών, στεγάζονταν από πέντε γοτθικά σταυροθόλια με βεργωτές νευρώσεις και τα πλάγια κλίτη από ημικυλινδρικές καμάρες με σφενδόνια. Οι εξωτερικοί τοίχοι των πλαγίων κλιτών φέρουν αβαθείς κόγχες εσωτερικά. Το ιερό στεγαζόταν, όπως και σήμερα, με οξυκόρυφη καμάρα, προέκταση του τελευταίου σταυροθολίου του μεσαίου κλίτους προς τον ανατολικό τοίχο της εκκλησίας, που φέρει την αψίδα, καλυμμένη με τεταρτοσφαιρικό θόλο και πεντάπλευρη εξωτερικά κόγχη και με κυλινδρικές καμάρες τα πλάγια κλίτη.
Η αρχική φάση της Μητρόπολης της Ρόδου παρουσιάζει ενδιαφέρον τυπολογικά. Είναι αποτέλεσμα συνδυασμού δύο τύπων, της βυζαντινής τρίκλιτης καμαροσκέπαστης εκκλησίας και της χρήσης γοτθικών σταυροθολίων με βεργωτές νευρώσεις, στο κεντρικό κλίτος. Είναι η πρώτη εκκλησία σ’ αυτόν τον τύπο, που κατασκευάστηκε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας στη Ρόδο. Προφανώς την απόφαση θα έλαβε ο μητροπολίτης της Ρόδου Ιερεμίας (1733-1758). Ανάλογο αποτέλεσμα εξάλλου είχε προκύψει και στην παλιά βυζαντινή Μητρόπολη της Ρόδου του 11ου αιώνα, τύπου τρίκλιτου σταυροειδούς εγγεγραμμένου μετά τρούλου ναού, όταν προστέθηκε η στέγη του μεσαίου κλίτους από γοτθικά σταυροθόλια με ορθογώνιες νευρώσεις, πιθανά μετά από κατάρρευσή του στον σεισμό του 1303 και τη μετατροπή σε καθεδρικό ναό των καθολικών από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, τον 14ο αιώνα. Είναι προφανές ότι χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπο οι ιπποτικές εκκλησίες της Ρόδου με γοτθικά σταυροθόλια και ιδιαίτερα η παλιά βυζαντινή μητρόπολη της Παναγιάς του Κάστρου, που είχε μετατραπεί σε τέμενος, το Καντουρί τζαμί. Είναι βέβαιο δε ότι αποτέλεσε πρότυπο για ένα μεγάλο αριθμό εκκλησιών με γοτθικά σταυροθόλια, που κατασκευάσθηκαν στα Δωδεκάνησα και την Μικρά Ασία την περίοδο από το 1750 μέχρι το 1924, που ονομάσθηκαν «σταυροθολιακές» ή «δωδεκανησιακού τύπου». Αντίστοιχοι τυπολογικά ναοί έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα συνδυασμού δύο τύπων, της τρίκλιτης καμαροσκέπαστης εκκλησίας με χρήση και σταυροθολίων με νευρώσεις, όπως η Γέννηση της Θεοτόκου στο Εμπορειό της Κάσου (1842-1856) και της τρίκλιτης σταυροειδούς μετά τρούλου και σταυροθόλια, όπως η Ύψωση του Τίμιου Σταυρού στην Αγία Μαρίνα της Κάσου (1869).
Η αρχική εκκλησία έχει μορφολογικά χαρακτηριστικά βυζαντινής αρχιτεκτονικής, όπως κυρίως καμάρες και τόξα ημικυλινδρικά, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά των γοτθικών σταυροθολίων με τα οξυκόρυφα τόξα, τις διαγώνιες βεργωτές νευρώσεις και τα κλειδιά των νευρώσεων με κωνική διακοσμητική απόληξη και ελάχιστα επί μέρους μορφολογικά στοιχεία με οθωμανικές επιρροές, όπως στις μικρές κόγχες του διακονικού με τα σύνθετα μουσουλμανικά τόξα. Τα κιονόκρανα έχουν δύο ζώνες, μία πάνω από τους κίονες χαμηλά, που φέρουν κιονίσκους, που αντιστοιχούν στις νευρώσεις, με γείσα για επίκρανα ψηλότερα στη γένεση των υπερυψωμένων σταυροθολίων του μεσαίου κλίτους.
Οι δύο σειρές στο δυτικό τμήμα του κυρίως ναού του τρίκλιτου ναού είναι υπερυψωμένες σε σχέση με τον αρχικό και αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη (πιθανά του 1877-1888). Το μεσαίο κλίτος καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα. Τα πλάγια κλίτη καλύπτονται από ημικυλινδρικές καμάρες και φέρουν πατάρι για γυναικωνίτη, που στηρίζεται σε απλά βυζαντινά σταυροθόλια. Το πατάρι επικοινωνεί με το πατάρι του νάρθηκα. Ο πρόναος έχει ανάλογη μορφή, ύψος και όγκο με το δυτικό τμήμα του ναού και περιλαμβάνει νάρθηκα σε δύο σειρές και με ενδιάμεσους πεσσούς με πατάρι και δύο καμπαναριά. Το κάτω επίπεδο καλύπτεται με βυζαντινά σταυροθόλια, τρία στην δυτική σειρά και τα καμπαναριά στις γωνίες της όψης και πέντε στην δεύτερη, ενώ το πάνω στεγάζεται, με θόλους.
Επικρατούν όμως σήμερα τα νεοκλασικά χαρακτηριστικά της τελευταίας οικοδομικής φάσης (πιθανά του 1877-1888) όταν ομογενοποιήθηκε η εξωτερική εμφάνιση, με αποτέλεσμα οι διαφοροποιήσεις των προσθηκών να είναι δυσδιάκριτες. Η εξωτερική μορφή διαμορφώνεται με όψεις επιχρισμένες, προεξέχουσες παραστάδες και επιστύλιο με σύνθετα γείσα στις πλάγιες όψεις και τοξωτές επιστέψεις των μετώπων των κλιτών της ανατολικής όψης. Η ανατολική και δυτική όψη της είναι αετωματικές και η επίστεψη αποτελείται από προεξοχή, που υποβαστάζεται με γεισίποδες. Ομογενοποιήθηκαν τα παράθυρα και οι παλιότεροι φεγγίτες με νεοκλασικά χαρακτηριστικά. Τα παράθυρα είναι ορθογώνια με γείσα, ενώ του παταριού είναι δίλοβα τοξωτά στις πλάγιες όψεις και τρίλοβο στην δυτική, που πλαισιώνονται με ενιαίο τόξο. Οι ανατολικοί φεγγίτες των πλαγίων κλιτών της δυτικής προσθήκης είναι τοξωτοί και κυκλικός του μεσαίου κλίτους, αντίστοιχος με αυτόν της κόγχης του ιερού, αλλά με εννιά οπές. Η δυτική όψη έχει τοξοστοιχία στο ισόγειο από τρία τοξωτά ανοίγματα και πεσσούς. Αντίστοιχα από ένα τοξωτό άνοιγμα έχουν η βόρεια και νότια όψη του νάρθηκα. Το ορθογώνιο θύρωμα με τοξωτή κόγχη και περιθύρωμα από παραστάδες, ημικίονες, με βάση και κορινθιακά κιονόκρανα, επιστύλιο με κυμάτια, σύνθετο γείσο με σταγόνες και ελικοειδή πτερύγια με τον σταυρό, στο μέσον της βόρειας κύριας εισόδου, αρχιτεκτονικής μπαρόκ, είναι πιθανά της περιόδου της προσθήκης. Τα παράθυρα της εκκλησίας είναι ορθογώνια με γείσο σύνθετης διατομής που δηλώνουν ότι έχουν αναμορφωθεί κατά την τελευταία προσθήκη. Οι φεγγίτες των μακρών πλευρών του αρχικού ναού και μεσαίου κλίτους είναι κυκλικοί, καθώς και του ανατολικού μετώπου που έχει πλαίσιο σε εξοχή σύνθετης διατομής και γύψινη διακόσμηση διάτρητη από επτά οπές. Οι φεγγίτες της ανατολικής όψης είναι τοξωτοί.
Στις γωνίες της δυτικής όψης της εκκλησίας υψώνονται συμμετρικά τα δύο τετραώροφα νεότερα καμπαναριά, με εκλεκτικά χαρακτηριστικά. Τα δύο πρώτα επίπεδα είναι συμπαγή και ενταγμένα στην αρχιτεκτονική του ναού. Έχουν γωνιακές παραστάδες και οριζόντια γείσα. Τοξωτές στέψεις στο ισόγειο προδίδουν την ύπαρξη πιθανά φραγμένων τοξωτών παραθύρων, ενώ το δεύτερο επίπεδο διαθέτει από ένα τοξωτό παράθυρο στην κάθε ελεύθερη πλευρά, με διάτρητο από οπές πέτασμα και κυκλικό ρολόι ψηλότερα. Το γείσο της στέψης έχει γεισίποδες, όπως και ο ναός και φέρει τα κτιστά διάτρητα στηθαία του επόμενου ορόφου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι δύο τελευταίοι όροφοι, που αποτελούν οκτάπλευρο τρουλίσκο σε δύο επίπεδα. Οι γωνιακοί κίονες με τα κιονόκρανα και οι αετωματικές επιστέψεις του τρίτου ορόφου είναι ιδιαίτερα διακοσμημένοι, ενώ ο τέταρτος έχει μικρότερη κάτοψη, γωνιακούς πεσσούς και ορθογώνια ανοίγματα διάτρητα, με στέψη από απλή προεξοχή και στέγη από ημισφαιρικό θολίσκο με σταυρό.
Τόσο η αρχική εκκλησία, όσο και η προσθήκη του 1877-1888 είναι κατασκευασμένη από επιχρισμένη λιθοδομή και ροδίτικο πωρόλιθο. Τα κύρια αρχιτεκτονικά μέρη της αρχικής εκκλησίας (κίονες, σφενδόνια, τόξα, νευρώσεις, θόλοι και ανοίγματα είναι κτισμένα με ιδιαίτερα επιμελημένη λιθοδομή, ενώ τα υπόλοιπα μέρη των τοιχοποιιών με λιγότερο επιμελημένη. Αντίστοιχα η τοιχοποιία της προσθήκης είναι ακόμη λιγότερο επιμελημένη. Μετά τους σεισμούς του 1956-7 και με την χορηγία της βασίλισσας Φρειδερίκης, της καπνοβιομηχανίας Ρόδου και ομογενών εξ’ Αμερικής, έγινε και γενική επισκευή των ρωγμών όλου του ναού, με ενίσχυση από οριζόντιους μεταλλικούς οριζόντιους ελκυστήρες και του δυτικού τοίχου του κυρίως ναού προς τον νάρθηκα, από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η στέγη καλύπτεται με κοίλα και κυρτά κεραμίδια. Το δάπεδο της εκκλησίας ήταν από μεγάλες μαρμαρόπλακες απόχρωσης μπεζ ανοικτό, όπως έδειξε η πρόσφατη ανασκαφή.
Το δάπεδο της αυλής είναι βοτσαλωτό από ασπρόμαυρα βότσαλα του 1863, σύμφωνα με την χρονολογία στο κατώφλι της βόρειας αυλόπορτας. Δύο ενδιαφέροντα κυκλικά διακοσμητικά θέματα κυριαρχούν στην βόρεια αυλή. Το ανατολικότερο είναι συνδυασμός περιμετρικών σχεδίων με συνεχείς καμπύλες γραμμές, εξάκτινα αστέρια στο κέντρο και πλαίσιο από καμπυλόγραμμα μοτίβα, «καραβόλους», ενώ το κεντρικό, πιο εντυπωσιακό με τριανταοκτάκτινο αστέρι και εξάκτινο στο κέντρο, καθώς και περιμετρικό πλαίσιο από συνεχή δίκλωνο πλοχμό. Η περιτοίχιση της αυλής είναι ιδιαίτερα επιμελημένη από επιχρισμένη λιθοδομή, με κτιστούς πεσσούς και διάτρητα, από διακοσμητικά γύψινα έκτυπα, στηθαία. Οι δύο αυλόπορτες είναι διαμορφωμένες σε ελλειπτικής κάτοψης εσοχές και αποτελούνται από κτιστούς πεσσούς με ημικίονες, βάση και γείσο και φανούς, ενώ τα θυρόφυλλα από σφυρήλατο χάλυβα με διακοσμητικά στοιχεία «καραβόλους» και σταυρούς.
Το τέμπλο αποτελείται από τρία μέρη που αντιστοιχούν στα αντίστοιχα κλίτη. Είναι ίσως του 1760, επί μητροπολίτη Καλλίνικου εκ Βεροίας (1758-1792), από την χρονολόγηση της επαργύρωσης των δύο δεσποτικών εικόνων της Παναγίας και του Χριστού με επιγραφή «Μνήσθητι Κ(υρι)ε Καλλινίκου αρχιερέως, Εμμανουήλ Γρήνια, χειρ Ιωάννου». Πρόκειται για τον Ιωάννη Αναγνώστου από την Πισιδία, που επαργύρωσε τις εικόνες μεταξύ 1760-1767. Καλλιτέχνης του τέμπλου σύμφωνα με την παράδοση θεωρείται κάποιος Θωμάς «μονόφθαλμος» από την Ρόδο, όμως είναι πιο πιθανό να κατασκεύασε ο μαστρο-Δράκος Ταλιαδούρος από την Κώ, σύμφωνα με την άποψη του Χ. Κουτελάκη. Ξεχωρίζει το τέμπλο του κεντρικού κλίτους. Το ξύλινο τέμπλο είναι τριμερές, πλούσια διακοσμημένο με βαθυσκάλιστη και διάτρητη τεχνική και ανάγλυφες φυτικές κυρίως συνθέσεις, γιρλάντες, πτηνά, ζώα και αγγέλους, από τα καλύτερα δείγματα οθωμανικού μπαρόκ στην Δωδεκάνησο. Ο σταυρός και τα λυπηρά είναι επιχρυσωμένα, περιβάλλονται από σκαλιστά φύλλα και άνθη, πάνω στην, ξυλόγλυπτη και διακοσμημένη με πτηνόμορφους δράκοντες, «γρυπολέοντες», αετό, που μάχεται με το φίδι και φυτικά θέματα, πυραμίδα του τέμπλου. Διακοσμημένοι με ανθοδοχεία και ανθοδέσμες πεσσίσκοι και ξυλόγλυπτα γείσα περιβάλλουν τα σκαλιστά πλαίσια των θωρακίων. Οι κιονίσκοι είναι στρεπτοί με περιελισσόμενους ανθοφόρους κλάδους βάσεις και κορινθιακά κιονόκρανα και πλαισιώνουν τα ξυλόγλυπτα πανωθωράκια, τις ορθογώνιες δεσποτικές εικόνες και την ωραία πύλη, με το τριφυλλόσχημο τόξο. Γείσα και φτερωτές γυναικείες μορφές διαχωρίζουν τις, διακοσμημένες με κλαδιά και ασπίδες, τοξωτές στέψεις των εικόνων. Το δωδεκάορτο αποτελείται από ορθογώνιες εικόνες και έχει ανάλογη διακόσμηση με τριπλά και στρεπτά κολωνάκια και τοξωτές στέψεις με φυτικά θέματα. Ο φυτικός διάκοσμος, με ελισσόμενους ολάνθιστους κλάδους, φυτικά κοσμήματα, γιρλάντες, ζώα, πτηνά, ασπίδες και προσωπεία επικρατούν στις πολλαπλές οριζόντιες ξυλόγλυπτες ζώνες. Την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ασήμωσε ο Νικόλαος Ρόδιος στα τέλη του 18ου αιώνα. Η διακόσμηση του τέμπλου των πλαγίων κλιτών ακολουθεί αρκετά πιστά την διακόσμηση του αρχικού. Οι ενδιάμεσοι κίονες είναι ορατοί μέχρι τη στέψη των δεσποτικών εικόνων και πιο ψηλά διακόπτονται και καλύπτονται από το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Τα σημεία σύνδεσης των τέμπλων των τριών κλιτών είναι ιδιαίτερα προσεγμένα και δύσκολα διακρίνονται ότι είναι διαφορετικά. Από μία ασπίδα είναι ενταγμένη στο μέσον της πυραμίδας των τέμπλων των πλαγίων κλιτών, που είναι διακοσμημένη με γιρλάντες και φυτά. Οι διαφοροποιήσεις με το τέμπλο του μεσαίου κλίτους αφορούν στο ότι οι κιονίσκοι των δεσποτικών εικόνων είναι στρεπτοί, τα χωρίσματα των τοξωτών στέψεων πτηνόμορφα, οι θύρες της πρόθεσης και του διακονικού είναι τοξωτές και τα πανωθωράκια έχουν ασπίδες στο μέσον.
Ο πολυγωνικός άμβωνας είναι της ίδιας εποχής και τέχνης με το τέμπλο. Αποτελείται από το στηθαίο με τις τοξωτές εικόνες από διπλής καμπυλότητας σύνθετα τόξα, τα τριπλά και στρεπτά κολωνάκια, με βάσεις, επίκρανα, τα ελικοειδή χωρίσματα από κάτω και τα πτηνόμορφα από πάνω, τις οριζόντιες ξυλόγλυπτες ζώνες και τα γείσα. Στη κουπαστή στηρίζεται ένα επιχρυσωμένο γλυπτό πουλί με τις ανοικτές φτερούγες για αναλόγιο και πάνω σε στρεπτό με ελισσόμενους κλάδους κιονίσκο με ψηλή βάση και επίκρανο διακοσμημένα, από φύλλα και άνθη, η κωνική και ελικοειδής βάση του. Όλες οι επιφάνειες είναι διακοσμημένες με φυτική βαθυσκάλιστη τεχνική.
Το δεσποτικό έγινε συγχρόνως με την εκκλησία, σύμφωνα με την επιγραφή «χειρ Σταματίου Διαμαντή - 1750». Αποτελείται από τα πλαϊνά ταμπλαδωτά στηθαία, την πλάτη με την ορθογώνια εικόνα του Χριστού, τα οκταγωνικά κολωνάκια με επίκρανα, τα «τριφυλλόσχημα» τόξα, το γείσο της στέψης, με την τοξωτή επίστεψη και τον τετράπλευρο ελικοειδή θολίσκο του ουρανού με τον σταυρό. Χρησιμοποιήθηκε η τεχνική των ένθετων ψηφίδων από σεδέφια και φίλντισι (μαργαρόστρεα και ελεφαντόδοντο) για την διακόσμηση όλων των επιφανειών με κλαδιά, άνθη, γεωμετρικά σχέδια και γιρλάντες. Η τεχνική αυτή είναι ανάλογη με του δεσποτικού της Κοίμησης της Θεοτόκου των Τριαντών, του 1789 (χείρ Θεοδωρή Στέργου ΑΨΠΘ=1789) και του τέμπλου της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στη Ρόδο, που κτίστηκε το 1759. Ο θολίσκος του ουρανού είναι εικονογραφημένος με ανθοδέσμες και εξαπτέρυγα.