Ταυτότητα Ιεράς Μονής |
|
Νομός: |
Δωδεκανήσου |
Περιοχή: |
Αρχάγγελος, Ρόδος |
Ονομασία Μονής / Προσκυνήματος: |
Ιερά Μονή Παναγίας Τσαμπίκας |
Χρονολόγηση: |
Παναγία Τσαμπίκα η Ψηλή: 17ος αι. (;) |
Περίοδος: |
Τουρκοκρατία |
Γιορτάζει: |
Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και 8 Σεπτεμβρίου |
Φορέας Προστασίας: |
Ιερά Μητρόπολη Ρόδου |
Τηλέφωνο επικοινωνίας: |
22440-22340 |
Ωράριο Επισκεψιμότητας: |
Παναγία Τσαμπίκα Ψηλή: Ολοήμερο |
Διεύθυνση: |
Αρχάγγελος, Ρόδος |
Ιστορικά Στοιχεία
Ιστορία Μονής
Στην ανατολική ακτή του νησιού, σε απόσταση 28χλμ. από την πόλη της Ρόδου και πλησίον του χωριού Αρχάγγελος, στην κορυφή του βουνού σε υψόμετρο 287μ. μέσα σε κατάφυτη έκταση με εξαιρετική θέα προς τη θάλασσα και την ενδοχώρα, βρίσκεται η Μονή της Παναγίας της Τσαμπίκας ή “Kυράς Ψηλής” ή “Άνω Tσαμπίκας», όπως είναι επίσης γνωστή.
Το προσωνύμιο ‘Τσαμπίκα’ θεωρείται ότι ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη ‘σαμβύκη’, είδος πλοίου, όπως μας παραδίδει ο Ησύχιος, καθώς γεωφυσικά το ύψωμα ομοιάζει με πλεούμενο. Κατά την άποψη άλλων μελετητών, το επίθετο που ακολουθεί την Παναγία συνδέεται με τη λέξη της τοπικής διαλέκτου του Αρχαγγέλου ‘τσάμπα’ που σημαίνει σπίθα, σπινθήρας, φλόγα και σχετίζεται με τη θρησκευτική παράδοση εύρεσης της εικόνας.
Κατά την παράδοση, κάποτε ένας βοσκός παρατήρησε ότι στην κορυφή του όρους που σήμερα βρίσκεται η μονή, έκαιγε μία φλόγα. Ανεβαίνοντας στο βουνό με συγχωριανούς του για να εξακριβώσει τι συνέβαινε, αντίκρισε επάνω στο κυπαρίσσι την ασημένια εικόνα της Παναγίας και μπροστά της αναμμένο καντήλι.
Η ιστορία θέλει την εικόνα να είχε χαθεί από τη Μονή της Παναγίας του Κύκκου της Κύπρου ή από κάποιο χωριό της Επαρχίας Λεμεσού, όπου και φυλασσόταν. Επίτροποι από την Κύπρο ήρθαν στον Αρχάγγελο και αναγνωρίζοντας την εικόνα ως δική τους, την μετέφεραν στην αρχική της κάτοχο. Παρόλο που οι μοναχοί την επανέφεραν τρεις φορές στην Κύπρου, η εικόνα επέστρεφε θαυματουργικά στο βουνό του Αρχαγγέλου. Προς τιμήν της Θεοτόκου, στο σημείο εύρεσης της εικόνας οικοδομήθηκε ναΰδριο. Σήμερα, για λόγους ασφαλείας, η εικόνα φυλάσσεται στον ομώνυμο ναό της Παναγίας της Κάτω.
Η Παναγία η Τσαμπίκα είναι ένα από τα επιφανέστερα και γνωστότερα προσκυνήματα προς τιμήν της Θεομήτορος στη Δωδεκάνησο. Στην κορυφή του ομώνυμου όρους ευδόκησε να καταστήσει φανερή τη μητρική πρόνοια και κηδεμονία της με τα αναρίθμητα θαύματα που επιτελεί σε όσα άτεκνα ζευγάρια με πίστη καταφεύγουν σε αυτήν επικαλούμενα τη βοήθειά της. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη μεσιτεία της όταν γεννηθεί ένα παιδί, αναλόγως του φύλου, του δίνουν προς τιμήν της το όνομα Tσαμπίκα ή Tσαμπίκος.
Ο μονόχωρος καμαροσκέπαστος ναός της "Κυράς" δεν είναι σαφές πότε ανεγέρθηκε. Το τέμπλο, βάσει επιγραφής, φιλοτεχνήθηκε το 1693 με χορηγό τον ιερομόναχο Γαβριήλ. Οι επιφάνειες των τοίχων εσωτερικά διασώζουν αποσπασματικά διατηρημένες τοιχογραφίες των μεταβυζαντινών χρόνων. Σημαίνουσας σημασίας είναι η τοιχογραφία που παριστάνει την Παναγία Βρεφοκρατούσα και ένθρονη, η οποία βρίσκεται εντός τυφλού αψιδώματος, πιθανόν αρκοσολίου, στο μέσον σχεδόν της βόρειας πλευράς του ναού.
Εκτός του κυρίως ναού και αμέσως νότια της εισόδου του βρίσκεται ένας μικρός χώρος, η ανατολική πλευρά του οποίου καλύπτεται από το ευμέγεθες μόνιμο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι στο οποίο φιλοξενείται νεώτερη εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας. Μπροστά από την εικόνα βρίσκονται αναρτημένα και τοποθετημένα στο έδαφος πλήθος ταμάτων και αναθημάτων, ως αδιάψευστοι μάρτυρες της ‘διαμοιβής’ μεταξύ θείας βούλησης, μεσολάβησης και ευλογίας και ανθρώπινης επιθυμίας, πίστης, ευγνωμοσύνης και ευλάβειας. Καθώς η Παναγία Tσαμπίκα θεωρείται προστάτιδα της τεκνοποίησης, μεταξύ των αφιερώσεων περιλαμβάνονται και αρκετά ομοιώματα βρεφών από ζευγάρια που προσπαθούν να αποκτήσουν το πολυπόθητο παιδί και την ευλογία της μητρότητας ή της πατρότητας αντίστοιχα.
Η Παναγιά η Τσαμπίκα τιμάται και λατρεύεται σε ακόμη ένα ναό, γνωστό και ως “Παναγία Τσαμπίκα η Κάτω ή Χαμηλή”. Ο νεότερος ναός οικοδομημένος περίπου 3χλμ. νοτιοανατολικά, σε ένα πλάτωμα επί του εθνικού οδικού άξονα Ρόδου-Λίνδου, κατασκευάστηκε προς εξυπηρέτηση και διευκόλυνση των προσκυνητών. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, το καθολικό ανακαινίσθηκε το 1760 με χορηγό τον καθηγούμενο Χατζη-Γεράσιμο στον τύπο της μονόχωρης σταυροθολιακής βασιλικής δωδεκανησιακού τύπου με πρόναο.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, έργο εξαιρετικής τέχνης πιθανόν του β’ μισό του 18ου αι., ακολουθεί την τυπική καθ’ ύψος τριμερή διαίρεση. Η δεσποτική εικόνα του Χριστού φαίνεται να έχει φιλοτεχνηθεί περί το 1886, ενώ του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, έργο του Μιχαήλ Συμαίου, στα 1885.
Σε ξεχωριστό περίτεχνο ξύλινο προσκυνητάρι, στα νότια του τέμπλου και σε συνέχεια με αυτό, εκτίθεται σε προσκύνηση η εφέστιος θαυματουργή επαργυρωμένη εικόνα του Γενεσίου της Θεοτόκου, που ονομάζεται Παναγία η Φθενή. Ακριβώς δίπλα σε μικρό προσκυνητάρι βρίσκεται αναρτημένη η θαυματουργός Εικόνα της ευρέσεως. Μπροστά από την εικόνα βρίσκονται αναρτημένα τα τάματα των προσκυνητών ως δείγμα δημόσιας αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης για τη θετική έκβαση των υποθέσεών τους που συνήθως σχετίζονται με θέματα υπογονιμότητας.
Η αρχική καμπάνα του κωδωνοτασίου που σήμερα εντοπίζεται στα νότια του καθολικού, κατά την παράδοση αφαιρέθηκε το 1944 από τους Γερμανούς, οι οποίοι κατέστρεψαν και τα κελιά της μονής που οικοδομήθηκαν εκ νέου από τους κατοίκους των κοντινών οικισμών. Τα κτίρια στο βόρειο αύλειο χώρο χρησιμοποιούνται σήμερα ως βοηθητικοί χώροι, ενώ σε τμήμα τους φιλοξενείται το νεοσύστατο εκκλησιαστικό μουσείο.
Παρότι σήμερα η μονή δεν έχει αδελφότητα εξακολουθεί να έχει έντονη παρουσία στο θρησκευτικό γίγνεσθαι ολόκληρου του νησιού.
Κειμήλια
Το σημαντικότερο κειμήλιο της Ιεράς Μονής της Παναγίας Τσαμπίκας είναι η εφέστιος ομώνυμη θαυματουργή εικόνα που η παράδοση θέλει να προέρχεται από την Ιερά Μονή της Παναγίας του Κύκκου της Κύπρου. Πρόκειται για μικρών διαστάσεων εικόνα που εκτίθεται σε φορητό ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι στα νότια του τέμπλου του νεότερου ναού επ’ ονόματι της Θεοτόκου. Στο σύνολό της η φέρει αργυρή επένδυση από την οποία εξαιρούνται μόνο τα πρόσωπα των μορφών. Η Παναγία ιστορείται στον τύπο της Πλατυτέρας των Ουρανών, έναν από τους πλέον δημοφιλείς στη βυζαντινή εικονογραφία, του οποίου η ονοματοδοσία έχει ως έρεισμα τη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου.
Τα υπόλοιπα κειμήλια της Ιεράς Μονής Παναγίας Τσαμπίκας εκτίθενται σε έναν καλαίσθητο πρόσφατα εγκαινιασθέντα μουσειακό χώρο που φιλοξενείται στα βόρεια του ναού, στο κτιριακό συγκρότημα των παλαιών ‘οντάδων’. Στο μουσείο που στόχο έχει να παρουσιάσει σε ένα πολυπληθές και ετερόκλητο κοινό τη σχέση των πιστών και του νησιού με τη Μονή και την Κυρά του τόπου, παρουσιάζεται εύληπτα και μέσω σύγχρονων διαδραστικών εφαρμογών, η ιστορία και τα κειμήλια του προσκυνήματος, οργανωμένα σε δέκα θεματικές ενότητες.
Η έκθεση, με πυρήνα τα τάματα (κυρίως πλακίδια και πιττάρια) και τις δωρεές που απηχούν λαϊκές δοξασίες, βιώματα και παραδόσεις, παρακολουθεί μέσα από τις ενότητες ‘νομίσματα’, ‘έντυπα και χειρόγραφα’, ‘εκκλησιαστική χρυσοκεντητική’, ‘εικόνα στο ροδιακό χώρο’, ‘ξυλογλυπτική’, ‘μεταλλοτεχνία’, ‘κεραμική’, ‘υαλοτεχνία’ και ‘λιθογλυπτική’, την πρόσληψη της εκάστοτε τέχνης και την ένταξή της στην τοπική πολιτιστική κληρονομιά.
Στην πλειονότητά τους τα εκθέματα χρονολογούνται μεταξύ 17ου και 19ου αι., ενώ αρκετά είναι τα χρονολογημένα στους 14ο, 15ο και 16ο αι., κυρίως παλαίτυπα και φορητές εικόνες. Δεν λείπουν ωστόσο και τα αρχαιότερα αντικείμενα. Ανεξάρτητα από τη χρονολόγησή τους, στο σύνολό τους τα εκθέματα παρουσιάζουν μεγάλη αρχαιολογική, λαογραφική και ιστορική αξία.
Οι φορητές ξύλινες εικόνες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα της συλλογής του μουσείου και εκπροσωπούν κάθε κατηγορία. Πρόκειται ουσιαστικά για εικόνες τέμπλου, προσκυνήσεως και εικόνες διαφόρων μεγεθών για ιδιωτική λατρευτική χρήση. Από πλευράς θεματολογίου, καλύπτουν σχεδόν όλη την κλίμακα της ορθόδοξης δογματικής ιεραρχίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συλλογή εντύπων και χειρογράφων. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει λειτουργικά βιβλία, όπως Ευαγγέλια και Ψαλτήρια, αρκετά από τα οποία έχουν τυπωθεί στη Βενετία. Επίσης, σπάνια χειρόγραφα και παλαίτυπα, όπως το Άξιον Εστί στην αραβική γραφή, ωδές στον τελευταίο σουλτάνο που γνώρισε η Ρόδος, τον Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κ.ά.
Όσον αφορά στον τομέα της μεταλλοτεχνίας, στο μουσείο εκτίθενται μία σειρά από εκκλησιαστικά, αργυρά κυρίως, σκεύη, συνδεδεμένα με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, αλλά και διαφόρων ιεροπραξιών και ιεροτελεστιών, όπως Άγια Δισκοπότηρα και Δισκάρια, σταυροί ευλογίας, αγιασμού και λιτανείας, κανδήλες, θυμιατά, κολυμβήθρα, μανουάλια, εξαπτέρυγα, λαβίδες κ.ά.
Αρκετά είναι επίσης τα εκκλησιαστικά υφάσματα και τα άμφια, μεταξύ των οποίων και μία αρχιερατική μήτρα. Σε μικρότερες, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες ενότητες παρουσιάζονται κεραμικά και γυάλινα αντικείμενα, καθώς και αξιόλογα δείγματα λιθογλυπτικής. Σε ξεχωριστή, τέλος, ενότητα εκτίθεται η συλλογή νομισμάτων της μονής που εκτίνεται χρονικά από την εποχή του Δημητρίου του επονομαζόμενου Πολιορκητή έως και τον προηγούμενο αιώνα.
Παραγωγή ή πώληση εκκλησιαστικών / μοναστηριακών προϊόντων
Στον αύλειο χώρο του ναού της Παναγίας Τσαμπίκας, συστεγασμένος με το εκκλησιαστικό μουσείο, υπάρχει ειδικά διαμορφωμένος χώρος, ο οποίος λειτουργεί ως πωλητήριο. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί ποικίλα ενθυμήματα μεταξύ των οποίων βιβλία, κομποσκοίνια, εικόνες, λιβάνι, αγιάσματα και άλλα εκκλησιαστικά είδη.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Κάστρο Αρχαγγέλου
Αφήνοντας την Παναγία Τσαμπίκα και ακολουθώντας την εθνικό οδικό άξονα Ρόδου Λίνδου, έπειτα από περίπου 3χλμ. ο επισκέπτης συναντάει την κωμόπολη του Αρχαγγέλου. Στις ανατολικές παρυφές του οικιστικού πυρήνα του, οικοδομημένο πάνω σε φυσικό έξαρμα σε ύψος 216μ., βρίσκεται το κάστρο.
Το κάστρο οικοδομήθηκε με πρωτοβουλία του Jacques de Milly (1454-1461) στα πρώτα χρόνια που χρήστηκε Μεγάλος Μάγιστρος με σκοπό την υπεράσπιση της περιοχής και την προστασία των κατοίκων του οικισμού από τις επιδρομές των Οθωμανών. Παρότι θεωρείται έργο της ιπποτικής περιόδου, υπάρχουν κατάλοιπα που υποδεικνύουν ότι στη θέση αυτή προϋπήρχε οχυρωματικός πύργος. Όπως υποδηλώνουν τα εντοιχισμένα οικόσημα στη βόρεια και ανατολική όψη του, το κάστρο δέχθηκε ανοικοδομήσεις και επισκευές σε δύο τουλάχιστον περιόδους. Η πρώτη επί Μεγάλου Μαγίστρου Pedro Raimondo Zacosta (1461-1467) και η δεύτερη επί Μεγάλου Μαγίστρου Giovanni Battista degli Orsini (1467-1476).
Το κάστρο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια του 15ου και 16ου αι., λόγω της θέσης του που επέτρεπε τον έλεγχο μεταξύ των ανατολικών ακτών του νησιού και της ενδοχώρας έως και το Μεσόβουνο, καθορίζοντας εν μέρει και την αντίστοιχη διακίνηση προϊόντων και ανθρώπινου δυναμικού. Το κάστρο της Αρχαγγέλου, μαζί με το παράκτιο κάστρο του Φαρακλού στα νοτιοανατολικά και του πύργου στη νησίδα ανατολικά του οικισμού του Αρχαγγέλου, δημιουργούν ένα τρίγωνο διαύλου επικοινωνίας στην περιοχή.
Η εγκατάλειψή του δεν είναι σαφές πότε συντελέστηκε. Παρότι στις πηγές αναφέρεται ως ένα από τα πλέον ισχυρά στο νησί με έκταση 3.000τ.μ. και περίμετρό μήκους 240μ., το 1479 δόθηκε διαταγή στους κατοίκους της παρακείμενης εγκατάστασης, σε περίπτωση επιδρομής να αναζητήσουν προστασία στη γειτονική οχυρωματική θέση του Φαρακλού. Ίσως η εντολή αυτή να σηματοδότησε και το τέλος της συστηματικής εκμετάλλευσής του.
Άγιοι Θεόδωροι, Αρχάγγελος
Παραμένοντας στην κωμόπολη του Αρχαγγέλου και κινούμενος ο επισκέπτης προς τις νοτιοδυτικές παρυφές του, συναντάει στη θέση ‘Άγιοι Θεόδωροι΄’ τον ομώνυμο μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό, οικοδομημένο και τοιχογραφημένο στις 21 Δεκεμβρίου 1372.
Αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική λεπτομέρεια ότι εσωτερικά του ναού, στο ύψος της καμάρας, διακρίνονται εντοιχισμένα αγγεία, τα οποία θα λειτουργούσαν ως συντονιστές ήχου. Παρότι ως πρακτική ενίσχυσης της ακουστικής ενός χώρου πραγματεύεται ήδη από τον Αριστοτέλη και ως γνώση συστηματοποιείται από το Βιτρούβιο στον 1ο αι. μ.Χ., στους χώρους λατρείας εφαρμόστηκε γενικευμένα από τους βυζαντινούς χρόνους και έπειτα, ενώ στους ναούς της Ρόδου η πρακτική αυτή είναι μάλλον σπάνια.
Επιπλέον, στο ανατολικό άκρο της βόρειας πλευράς, αμέσως μετά το χώρο του ιερού, υπάρχει κατασκευή, τύπου αρκοσολίου. Ο κάθετος τοίχος της εσοχής καλύπτεται με την παράσταση των τιμώμενων Αγίων Θεοδώρων, Τήρωνα και Στρατηλάτη, πιθανόν του 18ου αι.. Ωστόσο, το αρκοσόλιο δεν φαίνεται να σχετίζεται με τους κτίτορες ή τα τέκνα αυτών, σε αντίθεση με τους τρεις λακκοειδείς τάφους των τελών του 14ου αι. που εντοπίζονται έμπροσθεν της εισόδου της εκκλησίας.
Ο ναός είναι κατάγραφος και διατηρεί σχεδόν ακέραιο το εικονογραφικό πρόγραμμά του. Στο δυτικό τοίχο εικονίζονται οι κτίτορες του ναού, Κωνσταντίνος Μαύδης και Ειρήνη Ατούμισσα, να κρατούν το ομοίωμα του ναού, ο οποίος, σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή, οικοδομήθηκε προς σωτηρία των ψυχών ολόκληρης της οικογένειας. Η στάση τους, οι ενδυματολογικές επιλογές τους, καθώς και η πλήρης αναφορά των ονοµάτων και των τίτλων τους, υπογραμμίζουν το κύρος, την ευγενική τους καταγωγή και την οικονομική τους επιφάνεια, τουλάχιστον στην τοπική κοινωνία. Ο ζωγράφος, µε την αποτύπωση των προσωπογραφιών των εν ζωή κτιτόρων του ναού, παρότι προσηλωμένος στις βυζαντινές πρακτικές, πετυχαίνει να προβάλει εικαστικά και λεκτικά την κοινωνική τους θέση.