Ταυτότητα Ιερού Ναού |
|
Νομός: |
Δωδεκανήσου |
Περιοχή: |
Μανδράκι, Ρόδος |
Ονομασία Ναού: |
Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της |
Χρονολόγηση: |
1929 |
Περίοδος: |
Νεότερη |
Γιορτάζει: |
25 Μαρτίου |
Φορέας Προστασίας: |
Ιερά Μητρόπολη Ρόδου |
Τηλέφωνο επικοινωνίας: |
22410-77916 |
Ωράριο Επισκεψιμότητας: |
Χειμερινό Ωράριο: 07:00 – 13:00 |
Διεύθυνση: |
Πλατεία Ελευθερίας, Μανδράκι, Ρόδος |
Ιστορικά Στοιχεία
Στη νεότερη πόλη, στην πλατεία Ελευθερίας, βρίσκεται ο ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Οικοδομήθηκε την περίοδο 1924/1925-1929 κατά μίμηση, και αποτελώντας μία σύγχρονη μορφολογική απόδοση, του κοινοβιακού ναού των Ιπποτών που βρισκόταν στο δυτικό οχυρωμένο τμήμα του Κολλάκιου και καταστράφηκε ολοσχερώς έπειτα από έκρηξη πυρίτιδας το 1856.
Ο νέος ναός, αφιερωμένος επίσης στον Άγιο Ιωάννη, βασίστηκε στα σχέδια των Bernard Eugène Antoin Rottiers του 1828 και Eugène Flandin του 1853. Την επίβλεψη της κατασκευής ανέλαβε ο Ιταλός αρχιτέκτονας Florestano di Fausto. Οικοδομήθηκε στο αρχιτεκτονικό τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος και τριμερές ιερό, με εντυπωσιακά ανοίγματα στις όψεις που προσιδιάζουν με αντίστοιχα σε δυτικούς ναούς.
Το εξίσου εντυπωσιακό πυργοειδές κωδωνοστάσιο στα ανατολικά με τον εντοιχισμένο μαρμάρινο θυρεό με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, ύψους 26μ., προστέθηκε ένα χρόνο μετά την αποπεράτωση του ναού. Λίγο αργότερα, διαμορφώθηκε το τριγωνικό περίκλειστο με στοά αίθριο, με περίκεντρη στεγασμένη κατασκευή και φιάλη αγιασμού στο μέσον.
Μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1947, ο καθολικός ναός του Αγίου Ιωάννη μετατράπηκε σε ορθόδοξο και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Εγκαινιάστηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Τιμόθεο.
Ο ναός παραμένει αναλλοίωτος εξωτερικά, ενώ το εσωτερικό προσαρμόστηκε ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ορθόδοξης λατρείας στην οποία και αποδόθηκε. Οι σημαντικότερες από τις αλλαγές αφορούν στην αντικατάσταση του τέμπλου, των οξυκόρυφων αψίδων που διαιρούν το εγκάρσιο κλίτος, του πλίνθινου δαπέδου, των αλαβάστρινων παραθύρων και του διακόσμου των τοίχων.
Το τέμπλο, σύμφωνα με επιγραφή σε θωράκιο, είναι έργο των αδελφών Σκαρή από τον Πειραιά, ενώ η τοιχογράφηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1951 και 1961 από τον Φώτη Κόντογλου, τον μαθητή του Ιωάννη Τερζή και τον μαθητευόμενο Παντελή Οδαμπάση. Στους ίδιους ζωγράφους αποδίδονται και οι τέσσερις κύριες δεσποτικές εικόνες. Περισσότερα στοιχεία για την ταυτότητα του ναού παρέχει η μαρμάρινη αναθηματική επιγραφή στον δυτικό τοίχο εσωτερικά, όπου αναγράφονται οι χορηγοί του διακόσμου, τα έτη τοιχογράφησης και το όνομα του τότε Μητροπολίτη Ρόδου Σπυρίδωνος.
Η ολοκλήρωση των τροποποιήσεων και της αγιογράφησης του εσωτερικού της εκκλησίας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου συνέπεσε με την πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία πραγματοποιήθηκε εντός του ναού στις 24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961. Σε θύμηση αυτής της διάσκεψης τους κίονες του ναού κοσμούν τα λάβαρα των ορθόδοξων Πατριαρχείων που παρευρέθηκαν.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Κρήνη, πλατεία Ελευθερίας, Μανδράκι
Στον ελεύθερο χώρο της πλατείας της Ελευθερίας, λίγα μέτρα νοτιότερα από την είσοδο του ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, βρίσκεται το σιντριβάνι, σήμα κατατεθέν της περιοχής. Πρόκειται για αντίγραφο της μεσαιωνικής κρήνης (1279) Fontana grande της πόλης Viterbo της Ιταλίας. Κατασκευάστηκε από τους αρχιτέκτονες αδελφούς Giovanni και Ermanno Viterbesi Pizzichetti σε υλικά που παραχωρήθηκαν από τον Alfredo Maggini στο πλαίσιο προώθησης της εταιρίας μαρμάρου που κατείχε. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της είναι ένας ηφαιστειογενής γκρίζος λίθος που αφθονεί στην περιοχή του Viterbo, γνωστός με την ονομασία ‘piperno’.
Το 1911 παρουσίασαν το έργο τους σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη, όπου και κατέκτησαν την πρώτη θέση. Στη συνέχεια πούλησαν το αντίγραφο της κρήνης σε έναν Εβραίο συμβολαιογράφο, ο οποίος το τοποθέτησε στη βίλα του στο Parioli της Ρώμης και εν συνεχεία το παραχώρησε στο Ιταλικό Υπουργείο Παιδείας, το οποίο με τη σειρά του το δώρισε στην πόλη της Ρόδου το 1925. Έκτοτε βρίσκεται στην ίδια θέση κοσμώντας την πλατεία και δροσίζοντας τους περαστικούς.
Ιταλικό Διοικητήριο/ Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, Μανδράκι
Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923 οι κυβερνήτες της Δωδεκανήσου Mario Lago (1924-1936) και Cesare de Vecchi (1936-1940), με στόχο την επιβεβαίωση της εξουσίας τους και την ενίσχυση του εθνικού γοήτρου της Ιταλίας, προχώρησαν σε μια εντατική πολεοδομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο της πόλης, έργο του αρχιτέκτονα Florestano di Fausto που ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1935, στο Μανδράκι διανοίχθηκε παραλιακή λεωφόρος, εκατέρωθεν της οποίας χωροθετήθηκαν τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια.
Ένα εξ αυτών είναι και το κτήριο της Γενικής Διοίκησης ή Διοικητήριο (Palazzo del Governo) που εντοπίζεται αμέσως βόρεια της εκκλησίας του Ευαγγελισμού. Η ανέγερση του ξεκίνησε το 1925 και ολοκληρώθηκε το 1927. Ο αρχιτέκτονας παρουσίασε σχέδιο για ένα τριώροφο κτίριο, ενώ αργότερα οι όροφοι περιορίστηκαν σε δύο λόγω έναρξης του πολέμου.
Ο di Fausto προσπαθώντας να ενσωματώσει το κτήριο στην υπάρχουσα αισθητική εικόνα της πόλης συνδυάζει την παράδοση της Ανατολής και του Βυζαντίου με γοτθικά και αναγεννησιακά στοιχεία, αναζητώντας συμβολισμούς που παραπέμπουν στην ιστορική αλλά και γεωγραφική παρουσία του νησιού στο σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Υιοθετεί μια διπλή αντιμετώπιση στις όψεις του κτιρίου, καθώς λόγω της θέσης και του προσανατολισμού του έχει δύο σημαντικές όψεις, μία προς την θάλασσα και μία προς την πόλη.
Έτσι, το ισόγειο του κτηρίου περιτρέχει στοά με στοιχεία που παραπέμπουν σε βενετική αρχιτεκτονική, ενώ βόρεια και δυτικά υπάρχουν σαφείς αναφορές στην αρχιτεκτονική της περιόδου της ιπποτοκρατίας. Η τοιχοποιία της ανατολικής όψης αποτελεί το στοιχείο με τις κατεξοχήν αναγεννησιακές επιρροές και επιδράσεις από τη βενετσιάνικη αρχιτεκτονική με εμφανείς ομοιότητες με το Palazzo Ducale (Παλάτι των Δόγηδων) της Βενετίας.
Αυτός ο συγκερασμός διαφορετικών παραδόσεων και στοιχείων καθιστά το κτήριο του Διοικητηρίου το καλύτερο σωζόμενο δείγμα εκλεκτισμού, από τον οποίο διέποντο τα έργα του F. di Fausto.
Φρούριο Αγίου Νικολάου, Μανδράκι
Η εξελικτική διαδικασία οχύρωσης της πόλης της Ρόδου κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ξεκίνησε τον 7ο μ.Χ. αι. και ολοκληρώθηκε το 1467 με την ανακατασκευή του μεμονωμένου οχυρού, γνωστού ως φρούριο του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στη βόρεια απόληξη του ομώνυμου μόλου του λιμανιού απέναντι από την εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Το φρούριο κατασκευάστηκε από το Μεγάλο Μάγιστρο Piero Raimondo Zacosta (1461-1467) με οικονομική ενίσχυση του Δούκα Φιλίππου της Βουργουνδίας, το οικόσημο του οποίου διατηρείται κάτω από το ολόσωμο ανάγλυφο του Αγίου Νικολάου, πάνω στα κατάλοιπα αδιάγνωστης κατασκευής.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ρόδου από τον Μωάμεθ Β’ το 1480-1481, το φρούριο βρέθηκε στο επίκεντρο συγκρούσεων με αποτέλεσμα την σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του βορειοανατολικού τμήματός του. Αναγνωρίζοντας την αμυντική σημασία του το 1482 ο Μεγάλος Μάγιστρος Pierre d’ Aubusson το επισκεύασε ενισχύοντάς το με περιμετρικό ογκώδη προμαχώνα και ενσωματώνοντας την βυζαντινή ή πρώιμη ιπποτική εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Στο οχυρωματικό σύμπλεγμα του φρουρίου διακρίνονται ίχνη πέντε ακόμη οικοδομικών φάσεων, εκ των οποίων οι τρεις αφορούν σε προσθήκες των οθωμανικών χρόνων. Την περίοδο αυτή προστέθηκε και ο φανός ανοικτής φλογός στην οροφή του πύργου, ο οποίος πρόσφατα αντικαταστάθηκε με ηλεκτρικό για λόγους ασφαλείας του μνημείου και της γύρω περιοχής. Η επόμενη φάση σχετίζεται με τη χρήση του από τους Ιταλούς κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και η τελευταία με την περίοδο λειτουργίας εκκλησίας στον πρώτο όροφο του κεντρικού πύργου μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.
Ανεμόμυλοι, λιμάνι, Μανδράκι
Λίγα μέτρα νοτιότερα του φρουρίου του Αγίου Νικολάου διατηρούνται μέχρι σήμερα τρεις ανεμόμυλοι. Η πρώτη γραπτή αναφορά στους ανεμόμυλους της Ρόδου είναι του περιηγητή Priester aus Frankfurt που επισκέφθηκε το νησί μεταξύ 1350-1370. Έκτοτε και μέχρι το 1519 αρκετοί περιηγητές αναφέρονται σε αυτούς παρέχοντας σχετικές πληροφορίες.
Οι μύλοι στους μόλους χτίστηκαν πάνω στα βράχια, πιθανόν πριν την οχύρωσή των δεύτερων το 14ο αι., ενώ οι υπόλοιποι προσαρμόζονταν ανάλογα, βάση της περιοχής οικοδόμησής τους. Ο βορειότερος από τους μύλος στο μόλο του Αγίου Νικολάου είναι θεμελιωμένος σε προγενέστερη ορθογώνια κατασκευή που διακρίνεται ακόμη.
Μέχρι σήμερα στην πόλη διατηρούνται 17 μύλοι: 3 στο μόλο του Αγίου Νικολάου, 11 στον απέναντι βραχίονα του δεύτερου λιμανιού της πόλης και 3 στα όρια της μεσαιωνικής πόλης, των οποίων η χρήση στη διάρκεια της τουρκοκρατίας σταδιακά περιορίζεται. Αντίθετα, κατασκευάζονται αρκετοί στη βορειοδυτική παράλια μέχρι το βόρειο άκρο του νησιού, το οποίο χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους που ευνοούν την ανεμοκίνηση των μύλων.
Οι εργασίες αποκατάστασής τους ξεκίνησαν το 1988 με βάση την παραδοσιακή μέθοδο κατασκευής ανεμόμυλων. Ωστόσο, η κατασκευή του ξύλινου κώνου της στέγης πραγματοποιήθηκε της περίοδο της ιταλικής κατοχής, οπότε αντικαταστάθηκε και η ανέμη ώστε να λειτουργεί με σύγχρονο μηχανισμό. Η σύγχρονη αποκατάστασή τους ολοκληρώθηκε πριν λίγα χρόνια. Ο μεσαίος από τους μύλους του Αγίου Νικολάου αποδόθηκε στο κοινό λειτουργώντας σαν «ζωντανό» μουσείο αλέσματος του σιταριού με παραδοσιακό τρόπο.