Ταυτότητα Ιερού Ναού |
|
Νομός: |
Δωδεκανήσου |
Περιοχή: |
Νεοχώρι, Ρόδος |
Ονομασία Ναού: |
Ιερός Ναός Εισοδίων της Θεοτόκου |
Χρονολόγηση: |
1829-1836 |
Περίοδος: |
Νεότερη |
Γιορτάζει: |
21 Νοεμβρίου και 14 Νοεμβρίου |
Φορέας Προστασίας: |
Ιερά Μητρόπολη Ρόδου |
Τηλέφωνο επικοινωνίας: |
22410-38190 |
Ωράριο Επισκεψιμότητας: |
08:00-14:00 |
Διεύθυνση: |
Νικηφόρου Μανδηλαρά, Ρόδος |
Ιστορικά Στοιχεία
Στη συνοικία του Νεοχωρίου βρίσκεται η ενοριακή εκκλησία αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, η οποία ανεγέρθηκε στον τύπο της μονόκλιτης σταυροθολιακής βασιλικής δωδεκανησιακού τύπου μεταξύ 1829-1836, επί Μητροπολίτη Ρόδου Παϊσίου Καμπάνη, πάνω στα οικοδομικά κατάλοιπα παλαιότερης, επ’ ονόματι ίσως του Αγίου Δημητρίου. Μεταγενέστερες προσθήκες στο ναό αποτελούν ο πρόναος με γυναικωνίτη, το πενταώροφο κωδωνοστάσιο κατασκευασμένο στα 1921 και η κρήνη δημόσιας χρήσης, χορηγία των Ερρίκου και Αδελαΐδος Δούτση, του 1894.
Το ξυλόγλυπτο και επιζωγραφισμένο τέμπλο του ναού, φιλοτεχνημένο στα 1801, προέρχεται από παλαιότερη εκκλησία και μεταφέρθηκε στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου υπέστη τροποποιήσεις για να προσαρμοστεί στη νέα διαθέσιμη επιφάνεια. Φέρει την τυπική καθ’ ύψος τριμερή διαίρεση με θέματα που βρίσκονται σε απόλυτα διαλεκτική σχέση μεταξύ τους υπεμφαίνοντας βασικούς θεολογικούς συμβολισμούς. Όπως καταδεικνύει η χρονολόγηση της επαργύρωσης που έφεραν μέχρι πρόσφατα οι δεσποτικές εικόνες, στην πλειονότητά τους προέρχονται από προηγούμενο ναό.
Ο άμβωνας και ο δεσποτικός θρόνος προσιδιάζουν της διακόσμησης και της τεχνοτροπιας του τέμπλου. Η εικόνα του ένθρονου Χριστού στο ερεισίνωτο του θρόνου φιλοτεχνήθηκε το 1869 από τον Μιχαήλ Χατζηιωάννου από την Κρήτη. Επί της βόρειας πλευράς του ναού, απέναντι από τον δεσποτικό θρόνο, διατηρείται ο θρόνος του επί ιταλικής κατοχής Έλληνα προξένου με χρονολογία 1875. Οι μεγαλύτερες επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται με ένθετους πίνακες, με εμφανή τη δυτική επιρροή, χρονολογημένους στα 1974-1975.
Πλησίον της εισόδου υπάρχει ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι με τη Βρεφοκρατούσα Παναγία, μπροστά από την οποία βρίσκονται αναρτημένα τάματα ως δημόσια μαρτυρία υποσχέσεων ή ευγνωμοσύνης των πιστών για την εκπλήρωση των ευχών τους. Στον ίδιο χώρο εκτίθεται σε προσκύνηση η εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου, πολιούχου της πόλεως της Ρόδου, και παραπλεύρως η οριζόντια πλάκα της λάρνακάς του.
Κειμήλια
Κειμήλια Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου
Ιστορικά ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου είναι συνδεδεμένος με τον πολιούχο της πόλεως της Ρόδου, το Νεομάρτυρα Κωνσταντίνο τον Υδραίο, καθώς μετά τον απαγχονισμό του η σορός του μεταφέρθηκε στον ναό από τον Μητροπολίτη Αγάπιο. Η οριζόντια πλάκα της λάρνακάς του εντοπίστηκε το 1921 στη βάση της Αγίας Τράπεζας στο πλαίσιο εργασιών επέκτασης της εκκλησίας. Έκτοτε εκτίθεται ως προσκύνημα στο νότιο τοίχο του πρόναου πάνω σε περίτεχνη μαρμάρινη λάρνακα σύγχρονης κατασκευής. Πρόκειται για ανάγλυφη πλάκα με επιγραφή στο άνω τμήμα και διακόσμηση οθωμανικού μπαρόκ.
Στο ναό φυλάσσεται, επίσης, τμήμα του ιερού λειψάνου του αγίου και συγκεκριμένα η ωλένη, προστατευμένη μέσα σε λειψανοθήκη-ομοίωμα χεριού που εκτίθεται σε προσκύνηση κάθε 14η Νοεμβρίου, οπότε και εορτάζεται η μνήμη του με αρχιερατικό συλλείτουργο και μεγαλοπρεπή λιτανεία.
Αμφιπρόσωπη εικόνα της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου
Από το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου προέρχεται η αμφιπρόσωπη εικόνα που σήμερα φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο της Ρόδου. Πρόκειται για έργο υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, πιθανόν προϊόν Κωνσταντινούπολης, χρονολογημένη στο γ’ τέταρτο του 14ου αι. Στην εμπρόσθια όψη εικονίζεται η Παναγία στον τύπο της Οδηγήτριας, όπως καταδεικνύει και η επιγραφή που τη συνοδεύει, δορυφορούμενη από δύο ημίσωμους αγγέλους σε μικρή κλίμακα. Στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο Άγιος Νικόλαος συνοδευόμενος από την Παναγία και το Χριστό σε μικρή κλίμακα που του προσφέρουν τα σύμβολα της ιεροσύνης, το Ευαγγέλιο και το ωμοφόριο. Η πλευρά αυτή φέρει τις μεγαλύτερες φθορές και πιθανόν αυτό να υπαγόρευσε την επιζωγράφησή της γύρω στα 1500.
Συνολικά οι φθορές της εικόνας είναι μεγάλες, καθώς το ένα τρίτο περίπου της ζωγραφικής επιφάνειας έχει καταστραφεί. Επιπλέον, οι μακριές πλευρές της φαίνεται να έχουν κοπεί με σκοπό η εικόνα να ταιριάξει, πιθανόν, στο δεσποτικό διάχωρο υστερότερου τέμπλου, όχι όμως αυτό των Εισοδίων της Θεοτόκου, καθώς το πλάτος του δεν συμφωνεί με της εικόνας. Έχοντας υπόψη ότι οι περισσότερες εκκλησίες στα μαράσια της Ρόδου είναι νεότερες και αναπτύχθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας, θεωρείται λογικό η εικόνα να βρισκόταν αρχικά σε εκκλησία της μεσαιωνικής πόλης.
Πιθανολογείται ότι η εικόνα προέρχεται από παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο κτισμένο από τον τραπεζίτη ροδίτη Δραγονέτο Κλαβέλλη, καθώς πρόκειται για τη μόνη εντός των τειχών εκκλησία αφιερωμένη στον εν λόγω άγιο που σώζεται ή αναφέρεται στα έγγραφα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η εκκλησία επί της οδού Ανδρονίκου και Ομήρου στη μεσαιωνική πόλη είναι το παρεκκλήσιο του Κλαβέλλη, καθώς η ανέγερσή της χρονολογείται στο β΄ μισό του 14ου αι. και επιπλέον είναι η μόνη στην οποία αποκαλύφθηκαν τοιχογραφίες με σκηνές από τη ζωή του αγίου χρονολογημένες στο γ’ τέταρτο του 14ου αι.
Τα στοιχεία για τον Κλαβέλλη, όπως προκύπτουν από τις πηγές, συνδυασμένα με την οικονομική του επιφάνεια, το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, όπως υποδεικνύεται από τα κειμήλιά του που σώζονται στη Μάλτα, καθώς και το ιδιωτικό του παρεκκλήσιο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, δείχνουν ότι θα μπορούσε να ήταν ο παραγγελιοδότης της εικόνας.
Ανεξαρτήτως όμως με το αν ο συγκεκριμένος ναός της μεσαιωνικής πόλης ήταν το παρεκκλήσιο του Κλαβέλλη, οι πληροφορίες που συνάγονται από τη συμβολαιογραφική πράξη του 1428, -από την οποία προκύπτει ότι το ζεύγος Κλαβέλλη-Κρίσπου πεθαίνει άκληρο και ο κοντινότερος συγγενής κληρονομεί το μισό παρεκκλήσιο, ενώ το υπόλοιπο περιέρχεται στο Τάγμα των Ιωαννιτών-, είναι ενδεικτικές για τις μετέπειτα περιπέτειες της εικόνας, οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν στα εξής: Το 1522 μετά την συνθηκολόγηση παράδοσης στους Οθωμανούς, οπότε οι Ιππότες και πολλοί Ροδίτες εγκαταλείπουν το νησί, η εικόνα που δεν αποτελεί προσωπική περιουσία ιδιώτη, παραμένει στην εκκλησία. Όταν γύρω στο 1530 ο ναός του Αγίου Νικολάου μετατρέπεται σε τζαμί, η εικόνα μεταφέρεται σε κάποια από τις εκκλησίες των μαρασίων, όπου διαμένουν χριστιανοί και κόβεται για να χωρέσει στο δεσποτικό διάχωρο του εικονοστασίου της.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Αμαράντειος Σχολή
Λίγα μέτρα νοτιότερα από τον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου βρίσκεται η Αμαράντειος Σχολή, ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά κτήρια του νησιού και ένα από τα ιστορικότερα σχολεία στην πόλη της Ρόδου στο οποίο σήμερα στεγάζεται το 7ο Δημοτικό Σχολείο. Εγκαινιάστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1911 και δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τους αιγυπτιώτες ευεργέτες της Δωδεκανήσου, Γεώργιο Αμάραντο και την αδελφή του Δέσποινα με σκοπό να διατηρηθεί η ελληνική παιδεία και γλώσσα στη Ρόδο, καθώς την περίοδο αυτή το νησί τελούσε υπό οθωμανική κατοχή.
Το οικόπεδο βρισκόταν πολύ κοντά στο προηγούμενο σχολείο της συνοικίας, το οποίο αναφέρεται στα αρχεία της Δημογεροντίας και της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου από το 1845/1850, χωρίς ωστόσο συμπαγή δομή και πλήρη λειτουργία. Καθώς η συνοικία του Νεοχωρίου ήταν απομονωμένη από τα υπόλοιπα μαράσια, αποκτά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και διαμορφώνει μια πρωτόγνωρη κοινοτική και κοινωνική σύνθεση. Έτσι, με την παρέλευση του χρόνου το Νεοχώρι διαμορφώνεται ως η πλέον πρόσφορη περιοχή για να ιδρυθεί και να λειτουργήσει ένα σχολείο σαν την Αμαράντειο Σχολή, το μοναδικό ελληνικό κοντά στην τουρκική, εβραϊκή και ιταλική συνοικία που πρόσφερε ελληνική εκπαίδευση στους Έλληνες κατοίκους που ζούσαν έξω από τα τείχη.
Την περίοδο της Ιταλοκρατίας, η Αμαράντειος Σχολή ήταν ένα από τα λίγα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης λειτουργώντας ως τετρατάξια σχολή θηλέων. Ωστόσο, με τα διατάγματα του Mario Lago του 1926 και του Cesare Maria de Vecchi di Val Cismon το 1937 απαγορεύεται η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και τα ελληνικά σχολεία αντικαθίστανται από ιταλικά. Οι μαθητές όμως της Αμαραντείου Σχολής κατάφεραν με τη συμβολή της Εκκλησίας και δη του Μητροπολίτη Αποστόλου Τρύφωνος, να διδάσκονται την ελληνική γλώσσα στο χώρο του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου με πρόφαση τη λειτουργία κατηχητικών σχολείων στο εσωτερικό του.
Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου- Ενυδρείο
Αφήνοντας τον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και κινούμενοι βορειότερα προς τον παραλιακό πεζόδρομο της πόλης συναντάμε το Υδροβιολογικό Σταθμό Ρόδου- Ενυδρείο, ένα ιστορικό κτίριο με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική που αποτελεί χώρο επαφής και γνωριμίας με το θαλάσσιο πλούτο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Το κυρίως κτήριο κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1934–1935, ενόσω η Δωδεκάνησος βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή, για να στεγάσει το «Reale Istituto di Ricerche Biologiche di Rodi» (Βασιλικό Ινστιτούτο Βιολογικών ερευνών της Ρόδου). O σχεδιασμός και η κατασκευή του είναι έργα του Ιταλού αρχιτέκτονα Armando Bernabiti, ο οποίος συνδύασε τοπικά αρχιτεκτονικά στοιχεία με στοιχεία Art Deco, δίνοντας τελικά στο σύνολο μια ναυτική αισθητική.
Το Ινστιτούτο ξεκίνησε ουσιαστικά τη λειτουργία του το 1936 και τα αντικείμενα μελέτης του ήταν γενικά θέματα βιολογίας και υδρολογίας του Αιγαίου, καθώς και πρακτικά προβλήματα της σπογγαλιείας, της αλιείας και της γεωπονικής εντομολογίας. Παράλληλα, στο υπόγειο του Ινστιτούτου λειτουργούσε ένα μικρό Ενυδρείο, όπου φιλοξενούνταν ενδιαφέροντα δείγματα της θαλάσσιας πανίδας της Μεσογείου (ζωντανά και ταριχευμένα). Το Ενυδρείο έως σήμερα λειτουργεί στους ίδιους χώρους του υπογείου, καθώς και σε προσθήκη στη βόρεια πλευρά, διατηρώντας τον αυθεντικό αρχικό του διάκοσμο.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του κτηρίου συνετέλεσε ώστε το 1997 να κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο, καθώς θεωρήθηκε ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του «εκλεκτικισμού» και του «διεθνούς» αρχιτεκτονικού ύφους. Έκτοτε προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία και υπάγεται στη δικαιοδοσία της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων.
Από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1945 και έως το 1963, το Ινστιτούτο λειτούργησε ως Περιφερειακός Σταθμός του Ελληνικού Υδροβιολογικού Ινστιτούτου υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών. Από το 1963 έως σήμερα λειτουργεί ως πρότυπη ερευνητική μονάδα και ενυδρείο – μουσείο με την ονομασία «Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου», υπαγόμενος στη δικαιοδοσία του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.) με σκοπό τόσο την προώθηση της έρευνας και της εκπαίδευσης, όσο και την ευαισθητοποίηση και τη ψυχαγωγία του ευρέως κοινού.