ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑΡΕΩΣ
Ὑπὸ Κυρίλλου Μητροπολίτου Ρόδου
Ὁ Ἱερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Λούκαρις γεννήθηκε στὸ Χάνδακα (σημ. Ἡράκλειο) τῆς τότε ἑνετοκρατούμενης Κρήτης στὶς 13 Νοεμβρίου 1572 «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων»1 καὶ κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα πῆρε τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερεὺς καὶ ὀνομαζόταν Στέφανος2. Δάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ λόγιος καὶ ἐνάρετος Ἱερομόναχος Μελέτιος ὁ Βλαστός3, κοντὰ στὸν ὁποῖο μαθήτευσαν καὶ ἄλλες ἐπιφανεῖς ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Μελέτιος Συρῖγος.
Μετὰ τὴν ἐγκύκλια ἐκπαίδευση στὴν πατρίδα του ὁ Κύριλλος στάλθηκε τὸ 1584 ἀπὸ τοὺς γονεῖς του στὴν Βενετία γιὰ εὑρύτερη μόρφωση. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν λόγιο κρητικὸ Ἱεράρχη Ἐπίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τὸν Μαργούνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέλαβε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του καὶ ἐχρημάτισε καθηγητής του. Ἀπὸ τὸν Μαργούνιο διδάχθηκε τὴν ἑλληνική, ἰταλικὴ καὶ λατινικὴ γλῶσσα. Τὸ 1588 ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρήτη, ἐξαιτίας τῶν οἰκονομικῶν προβλημάτων ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ οἰκογένειά του, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο, τὸ 1589, ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία γιὰ τὴν συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του καὶ γράφτηκε στὸ περίφημο Παταβινὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου διδάχθηκε φιλοσοφία καὶ θεολογία κοντὰ σὲ φημισμένους γιὰ τὴν σοφία τους δασκάλους, ὅπως τὸν Κρεμονίνη, τὸν Πικολομίνη καὶ τὸν δεινὸ πολέμιο τῶν Ἰησουϊτῶν Παῦλο Σάρπη.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, τὸ ἔτος 1592, ἐπέστρεψε στὴν Κρήτη καὶ ἐκάρη Μοναχὸς στὴν περιώνυμη Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἀγκαράθου, ὅπου ἀργότερα ἡγουμένευσε ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του Μάξιμος ὁ Λούκαρις. Στὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του παρέμεινε ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, γιατὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὸν κάλεσε στὴν Αἴγυπτο ὁ συγγενής του Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, γιὰ νὰ διακονήσει κοντά του τὸν Θρόνο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Τὸ ἴδιο ἔτος χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Μελέτιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποθέσει στὸ νεαρὸ κληρικὸ πολλὲς καὶ χρηστὲς ἐλπίδες4.
Τὸ 1593 ὁ Μελέτιος συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο τὸν Λούκαρι, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμία τοῦ Β’, βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν ἐπίλυση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὴν Βασιλεύουσα πληροφορήθηκε τὴν προσηλυτιστικὴ δραστηριότητα τῶν Λατίνων στὴ Ρωσία καὶ τὴν Πολωνία5, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπέφερεν τὰ πάνδεινα καὶ κινδύνευαν μὲ ἀφανισμό. Ὁ Μελέτιος σκέφτηκε νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ αὐτοπροσώπως γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας τὴν δυνατότητα ἔστειλε ὡς Πατριαρχικὸ Ἔξαρχο τὸν Πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο. Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β’ ἔστειλε ὡς δικό του Πατριαρχικὸ Ἔξαρχο τὸν συγγενῆ του Ἀρχιμανδρίτη Νικηφόρο Παράσχη τὸν Καντακουζηνό.
Ὁ Κύριλλος ὑπακούοντας στὸν Πατριάρχη Μελέτιο καὶ τὴν ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔφτασε στὴν Πολωνία καὶ ἐργάστηκε κατ̉ ἀρχὰς ὡς Διευθυντὴς Σχολῆς στὴ Βίλνα, πόλη ὅπου ἵδρυσε τυπογραφεῖο γιὰ τὴν ἔκδοση Ὀρθοδόξων βιβλίων καὶ ἐντύπων μὲ σκοπὸ τὴν κατήχηση καὶ ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ. Στὶς ἀρχὲς Ὀκτωβρίου τοῦ 1596 πῆρε ἐπιστολὴ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δούπνας, στὴν ὁποία περιγραφόταν ἡ ζοφερὴ κατάσταση καὶ οἱ ταραχὲς ποὺ εἶχαν προκαλέσει ἐκεῖ οἱ Οὐνίτες, καὶ ἀποφάσισε μαζί μὲ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Νικηφόρο νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο τῆς Βρέσδης. Ἡ Σύνοδος διαιρέθηκε ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποχώρησαν καὶ συγκρότησαν δική τους Σύνοδο, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴν Οὐνία καὶ τοὺς Οὐνῖτες. Ὁ βασιλιὰς ὅμως τῆς Πολωνίας Σιγισμοῦνδος ἐπικύρωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Οὐνιτῶν καὶ ἐξαπέλυσε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ Νικηφόρος συνελήφθη ὡς δῆθεν κατάσκοπος τῶν Τούρκων καὶ φυλακίστηκε στὸ φρούριο τοῦ Μαριενβούργου, ὅπου πέθανε ἀπὸ ἀσιτία. Ὁ Κύριλλος κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴν σύλληψη, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Πολωνία καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ διάστημα παραμονῆς στὴ Λεοντόπολη ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Τὸ 1559 ὡς «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» ἀπεστάλη καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Μελέτιο Πηγᾶ, τότε Ἐπιτηρητὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, στὴν Πολωνία γιὰ νὰ μεταφέρει ἀπαντητικὰ γράμματα στὸ βασιλιὰ Σιγισμοῦνδο, ὁ ὁποῖος εἶχε προτείνει στὸν Μελέτιο τὴν ἔνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Παράλληλα εἶχε τὴν ἐντολὴ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Χῖο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν προπαγάνδα τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἀπὸ τὴν Πολωνία, ὅταν ἔφερε σὲ πέρας τὴν ἀποστολή του, ἀναχώρησε γιὰ τὶς Παραδουνάβιες χῶρες (1601) γιὰ νὰ στηρίξει καὶ ἐκεῖ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐνῶ βρισκόταν στὸ Ἰάσιο ἔλαβε ἐπιστολὴ τοῦ Μελετίου, μὲ τὴν ὁποῖα ἐκεῖνος τὸν καλοῦσε νὰ ἐπανέλθει ἐπειγόντως στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ τοῦ ἀφήσει τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες καὶ νὰ τοῦ παραδώσει τὸν Θρόνο. Ὁ Κύριλλος ἔφτασε στὴν Ἀλεξάνδρεια δύο ἡμέρες πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Μελετίου, ἡ ὁποία συνέβη στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1601.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Μελετίου ὁ Κύριλλος ἐξελέγη Πάπας καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν. Μόλις ἀνέβηκε στὸ Θρόνο συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὸ Κάϊρο καὶ καταδίκασε τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσεταιριστεῖ τοὺς Κόπτες μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψουν τὸ Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1605 ἔφτασε στήν Κύπρο, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ σπαράσσονταν ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἔριδες καὶ μάχες, ὕστερα ἀπὸ τὴν καθαίρεση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἀθανασίου, καὶ κατόρθωσε νὰ εἰρηνεύσει τὰ πράγματα. Τὸ 1608 μετέβη στὰ Ιεροσόλυμα, γιά τὴν χειροτονία τοῦ Ἱεροσολύμων Θεοφάνους, καὶ ἀπὸ κεῖ στὴν Δαμασκό. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Προχώρησε στὴν συντήρηση τῶν Πατριαρχικῶν κτιρίων καὶ Ναῶν καὶ οἰκοδόμησε νέους ἐνῶ παράλληλα φρόντισε νὰ ἀπαλλάξει τὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὰ χρέη του.
Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1612, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν ἐπίλυση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἐξελέγη «Ἐπιτηρητής» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν Τιμόθεος καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς, ἐπειδὴ φοβήθηκαν γιὰ κάποιες ἄγνωστες αἰτίες τὴν ἀνάρρησή του στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο, ἐφατρίασαν ἐναντίον του καὶ προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση στὴν Ἐκκλησία6. Ὁ Κύριλλος παραιτήθηκε, «τὰς συγχύσεις τὰς ψυχοβλαβεῖς ἀπεχθόμενος», ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴν Βλαχία, ὅπου παρέμεινε μέχρι τοὺς τελευταίους μῆνες τοῦ 1615 διδάσκοντας τὸν λαὸ καὶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς λατινικῆς προπαγάνδας καὶ τῆς Οὐνίας.
Πρὶν τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Βλαχία ἐξέδωκε ἐγκύκλιο (ὁ ἴδιος τὴν ὀνομάζει Τόμο) πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴν διδασκαλία τῶν Λατίνων, ἐλέγχει τοὺς λατινόφρονες Ἕλληνες τροφίμους τῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ρώμης καὶ συνιστᾶ τὴν ἀπαρασάλευτη ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξο πίστη ὡς τὸν μοναδικὸ τρόπο ἄμυνας κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς εὐσεβείας7.
Γιά νὰ διαφωτίσει τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σὲ ἁπλῆ γλῶσσα δύο πραγματεῖες, μία κατὰ τῆς Ἀρχῆς, δηλαδή κατὰ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα Ρώμης, καὶ μία ἄλλη σὲ μορφὴ διαλόγου μεταξὺ Φιλαλήθους καὶ Ζηλωτοῦ, μὲ τὴν ὁποῖα ἐξέθεσε τὶς σατανικὲς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἰησουΐτες γιὰ νὰ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους.
Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Βλαχία ἐπισκέφτηκε τὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1615 ἐπέστρεψε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου παρέμεινε, μέχρι τὴν ἐκλογή του στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, ἀσχολούμενος μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ στὸ μεταξύ, χάρη στὶς ἄοκνες προσπάθειές του, εἶχαν ἐκλείψει τὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὸν Ἀλεξανδρινὸ Θρόνο, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σιναίου Λαυρεντίου. Αὐτὴν τὴν περίοδο ἄρχισε νὰ ἀναπτύσει καὶ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς Διαμαρτυρομένους, τοὺς ὁποίους ἔβλεπε ὡς φυσικοὺς συμμάχους του στὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ Καθολικισμοῦ.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Τιμοθέου τοῦ Β’ ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινοπόλεως ἐξέλεξε στὶς 4 Νοεμβρίου 1620 Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὸν «ἐπ̉ ἀρετῇ καὶ σοφίᾳ διαβόητον» Πατριάρχην τῆς Ἀλεξανδρείας Κύριλλον τὸν Λούκαρι. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς τῆς ἐπίσημης ἐκκλησιαστικῆς Πράξεως ἀποτελεῖ τὴν ἀποτίμηση τῆς προσωπικότητάς του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὡς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἔγινε «διαβόητος ἐπ̉ ἀρετῇ καὶ σοφίᾳ». Ἡ δράση του δὲν περιορίστηκε μόνον στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ συμπεριέλαβε καὶ τὶς ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες, ὅσες εἶχαν ἀνάγκη τῆς μέριμνας καὶ προστασίας του, καὶ ἀπέβη σωτήρια γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Κύριλλος ἀνέλαβε τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο σὲ χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους ὀργίαζε ἡ λατινικὴ προπαγάνδα καὶ ἰησουϊτικὰ σχολεῖα εἶχαν ἱδρυθεῖ σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ μὲ σκοπὸ νὰ προσηλυτίσουν στὸ λατινικὸ δόγμα τὸν Ὀρθόδοξο πληθυσμό. Προκάτοχοί του Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες, ὅπως ὁ Νεόφυτος ὁ Β’ καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ Β’, εἶχαν ὑπογράψει λατινικὴ ὁμολογία πίστεως καὶ εἶχαν ὑποσχεθεῖ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν Πάπα. Τὸ νέο περιβάλλον δὲν ἦταν ἄγνωστο στὸν Κύριλλο οὔτε ὡς πρὸς τὰ πρόσωπα οὔτε ὡς πρὸς τὰ ἐπίκαιρα ζητήματα.
Ἡ Ἀρχιερεῖς ποὺ τὸν ἐξέλεξαν γνώριζαν ὅτι θὰ κατεύθυνε σὲ νέα πορεία τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Πράγματι μόλις ἀνέλαβε τὰ ἠνία ἐξαπέλυσε ἐγκύκλιο μὲ τὴν ὁποία προέτρεπε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀποσπάσουν τὰ παιδιά τους ἀπὸ τὰ σχολεῖα τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἀπὸ τὶς πρῶτες πράξεις τοῦ Πατριάρχου ἦταν ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνία, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1622. Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς τοῦ Κυρίλλου σηματοδοτοῦσαν τὴν καλὴ ἀπαρχὴ τῆς ποιμαντορίας του. Σκοπός του ὑπῆρξε ἡ καλλιέργεια τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος καὶ ἡ ἀφύπνιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν γιὰ τὸν ὁποῖο ἀγωνίστηκε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ τὰ μέσα ποὺ διέθετε.
Ἡ ὅλη δραστηριότητά του προκάλεσε τὴν ἔχθρα τῶν Λατίνων καὶ τῶν λατινοφρόνων Ἑλλήνων οἱ ὁποῖοι κήρυξαν ἐναντίον του τὸν πόλεμο μέχρι ἐξοντώσεως.Ἡ ῥωμαϊκὴ ἡγεσία ἀναδιοργάνωσε πάνω σὲ νέα βάση τὸν Σύλλογο περὶ διαδόσεως τῆς Πίστεως (Congregatio de Propaganda Fide) καὶ ἔστρεψε μὲ ἰδιαίτερη προσοχή τὸ βλέμμα της στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς Ἀνατολῆς καὶ εἰδικώτερα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Κάλεσε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Συλλόγου ὅλους τοὺς Ἕλληνες παλαιοὺς τροφίμους τοῦ Ἀθανασιανοῦ Κολλεγίου τῆς Ρώμης καὶ πολλοὺς ἀπ̉ αὐτοὺς τοὺς χειροτονοῦσε Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἔστελνε στὰ Ὀρθόδοξα ἐδάφη. Τὴν ἐποπτεία τῆς Προπαγάνδας τὴν εἶχε προσωπικὰ ὁ Πάπας Οὐρβανὸς ὁ Η’.
Ἡ Προπαγάνδα σὲ ἀλλεπάλληλες συνεδριάσεις ἀσχολήθηκε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ὁ Πατριάρχης. Τὸ πρόγραμμα της γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν θρόνο συνίστατο: α) Στὸ νὰ δυσφημιστεῖ στὸ λαὸ ὅτι εἶναι καλβινιστὴς καὶ ὅτι ἀγωνίζεται νὰ δηλητηριάσει τὴν Ἐκκλησία μὲ αἱρετικὰ δόγματα, β) νὰ παρουσιαστεῖ ὡς τέτοιος στὴν Ἱεραρχία τῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας, γ) νὰ δοθεῖ ἡ ἐντολὴ στοὺς Πρεσβευτὲς τῶν Δυτικῶν κρατῶν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὶς κυβερνήσεις τους νὰ ὑποσκάψουν τὴν ὑπόληψή του, νὰ προετοιμάσουν καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν πτώση του, καὶ, δ) νὰ παρέμβει στὶς κυβερνήσεις Βενετίας καὶ Ὁλλανδίας γιὰ νὰ τοῦ ἀρνηθοῦν ὁποιαδήποτε βοήθεια. Λίγο ἀργότερα ἡ ἄνθρωποι τῆς Προπαγάνδας ἐζήτησαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἐμπόρους ποὺ δραστηριοποιοῦνταν στὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης νὰ ἀξιώσουν τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θρόνο ἂν ἤθελαν νὰ συνεχίσουν τὶς δραστηριότητές τους καὶ νὰ ἀποφύγουν τὴν κατάσχεση τῶν ἐμπορευμάτων τους.
Ἔτσι, μὲ κοινὲς ἐνέργειες τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τῶν πρεσβευτῶν Γαλλίας καὶ Αὐστρίας ὁ Κύριλλος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θρόνο τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1623 μὲ διαταγὴ τοῦ Μεγάλου Βεζύρη Μερρὰ Χουσεῒν πασᾶ κατηγορούμενος ὅτι προετοίμαζε ἐπανάσταση τῶν ἑλληνικῶν νησιῶν. Στὴν ἀποδοχὴ τῶν κατηγοριῶν συνετέλεσε καὶ ἡ καταβολὴ τοῦ ποσοῦ τῶν 40.000 ταλήρων στὸν Μέγα Βεζύρη. Ὁ Κύριλλος συνελήφθη καὶ σιδηροδέσμιος ἐξορίστηκε στὴν Ρόδο ἐνῶ Πατριάρχης διορίστηκε ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ὁ Μητροπολίτης Ἀμασείας Γρηγόριος, ὁ ἐπικαλούμενος ἀπὸ τὸν λαὸ Στραβοαμασείας, ὁ ὁποῖος ἦταν τυφλὸ ὄργανο τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἀντέδρασαν ὅμως οἱ Ἀρχιερεῖς, γιατὶ δὲν θέλησαν νὰ ἀποδεχθοῦν Πατριάρχη διορισμένο ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη, καὶ ἐξέλεξαν Πατριάρχη τὸν Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως Ἄνθιμο.
Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του ἔστειλε στὴν Ρόδο δύο Ἀρχιερεῖς μὲ σκοπὸ νὰ πείσουν τὸν Κύριλλο νὰ ὑποβάλλει κανονικὴ παραίτηση καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ νὰ ἐφησυχάσει. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπέρριψε τὴν πρόταση καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1623, μὲ διαταγὴ τοῦ Μεγάλου Βεζύρη, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔγινε θριαμβευτικὰ δεκτὸς ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Πολλοὶ κατέφθαναν στὸν Γαλατᾶ, ὅπου διέμενε, γιά νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος ὑπέβαλλε τὴν συγγνώμη του καὶ ἐξέφρασε τὴν πρόθεσή του νὰ παραιτηθεῖ τοῦ Θρόνου.
Οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ πρόκριτοι καὶ ὁ λαὸς ζητοῦσαν ἐπίμονα τὴν ἐπάνοδο τοῦ Κυρίλλου στὸν Θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος πιεζόμενος ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ καὶ στὸν Θρόνο ἐπανῆλθε ὁ Κύριλλος στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1623. Μάταια ὁ πρεσβευτής τῆς Γαλλίας δαπάνησε 10.000 σκούδα, ὅπως ὁ ἴδιος ἐβεβαίωσε, μάταια οἱ Ἰησουῒτες χρησιμοποίησαν κάθε μέσο γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἐπάνοδό του. Ἡ ἀποκατάστασή του ἔγινε ἀφορμὴ γενικῆς χαρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν τὸν γνήσιο καὶ ἀληθινό ποιμένα καὶ Πατριάρχη τους.
Ὁ Κύριλλος, ἔχοντας τὴν καθολικὴ ἀποδοχὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, συνέχισε τὸ ἔργο του δίνοντας προτεραιότητα στὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ἵδρυση σχολείων γιὰ νὰ μὴν ἀναγκάζονται οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὰ σχολεῖα τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἡ Λατίνοι βλέποντας νὰ ἀνακόπτεται ἡ πρόοδος τους στὴν Ἀνατολὴ θέλησαν μὲ δόλο νὰ προσεταιριστοῦν τὸν Κύριλλο καὶ νὰ ἀποσπάσουν ἀπ̉ αὐτὸν λατινικὴ ὁμολογία πίστεως. Γιὰ τὸ σκοπό αὐτὸ στάλθηκε ἀπὸ τὴν Προπαγάνδα στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ ἐξωμότης Ἕλληνας Κανάκιος Ρώσσης συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἔκτακτο πρεσβευτὴ τῆς Ἰσπανίας Giovanni Battista Montalbano, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν εἰδικὴ ἐντολὴ νὰ διαπραγματευτεῖ μὲ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη συμφωνία ποὺ στρεφόταν ἐναντίον τῆς Ἀγγλίας καὶ Ὁλλανδίας. Ἡ πρόταση τῆς Ρώμης ἦταν νὰ ὑπογράψει ὁ Κύριλλος ὁμολογία πίστεως μὲ τὴν ὁποῖα θὰ ἀποδεχόταν τοὺς ὅρους τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας καὶ θὰ καταδίκαζε τὸν Προτεσταντισμό. Ὡς ἀντάλλαγμα ὁ Πάπας ὑποσχόταν τὴν ὑποστήριξη τῶν κυβερνήσεων τῆς Δύσεως, τὴν καταβολὴ μεγάλων χρηματικῶν ποσῶν καὶ τὴν ὑπαγωγὴ στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Ἀνατολῆς.
Ὁ Κύριλλος ἄκουσε τὶς προτάσεις καὶ ἀπάντησε ἀρνητικά. Ἡ στάση του προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν Λατίνων οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν ἐκ νέου νὰ βυσσοδομοῦν ἐναντίον του. Δύο Ἰησουῒτες, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη μαζί μὲ τὸν Ρώσση, ἄρχισαν νὰ κινοῦνται στοὺς κυβερνητικοὺς κύκλους καὶ νὰ διασπείρουν συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου ὅτι δῆθεν βρισκόταν σὲ μυστικὴ συνεργασία μὲ τοὺς Κοζάκους καὶ ὅτι ἐμπόδιζε τὴν ἐπιζητούμενη τότε συμμαχία μεταξὺ Τουρκίας καὶ Ἰσπανίας. Ὅταν ἀπέτυχε καὶ αὐτὴ ἡ προσπάθεια οἱ Ἰησουΐτες κατόρθωσαν μέ διάφορα μέσα νὰ προσεταιριστοῦν μερικοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ νὰ τοὺς ἐξεγείρουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἄρχισαν κρυφὰ νὰ συνεδριάζουν μὲ σκοπὸ τὴν καθαίρεσή του. Ὅταν ὅμως ὁ λαὸς πληροφορήθηκε αὐτὲς τὶς ἐνέργειες ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκληθοῦν μεγάλες ταραχὲς, κατὰ τὶς ὁποῖες κινδύνευσε ἡ ζωή τοῦ Πατριάρχου. Ἡ ἐξέγερση τοῦ λαοῦ ματαίωσε τὶς ἐπιβουλές τῶν λατινοφρόνων Ἐπισκόπων, ὀργάνων τῶν Ἰησουϊτῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς φατριαστὲς καθαιρέθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ἄν καὶ οἱ ἀντιδράσεις δὲν σταμάτησαν ὁ Κύριλλος συνέχισε τὸ ἔργο του. Ἕνα ἀπὸ τὰ δραστήρια μέσα τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τῶν Προτεσταντῶν στὴν προσπάθεια τους νὰ διαδώσουν τὶς καινοτομίες τους καὶ νὰ διεισδύσουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ διάδοση βιβλίων γραμμένων στὴν καθομιλουμένη. Ἀναφερόμενος στὴν τακτικὴ αὐτὴ τῶν Δυτικῶν ὁ Κύριλλος γράφει πρὸς τὸν Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Μιχαήλ: «Οἱ παπισταὶ καὶ οἱ προτεστάνται ἔχουσι τυπογραφεῖα καὶ τυπώνουσι καθ̉ ἑκάστην θεολογικὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλ̉ ἐν τοῖς βιβλίοις τούτοις ἐμβάλλουσι τὴν ἀσεβῆ αὑτῶν αἵρεσιν, διαστρέφοντες τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρας· γράφουσι δῆθεν συμφώνως πρὸς αὐτούς· ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀρκεῖ· διότι ὑπάρχουσι παλαιὰ βιβλία ἐν χειρογράφοις τῶν μοναστηρίων τοῦ Ἄθωνος καὶ ἄλλων μερῶν, δι̉ ὧν ἀποδεικνύεται ἡ πανουργία αὐτῶν. Τυπώσαντες δὲ καὶ συνθέσαντες τοιαῦτα βιβλία κατὰ τὴν ἑαυτῶν συνήθειαν καὶ ἐπίνοιαν, ἀγωνίζονται ἐν χώραις, ἐν αἷς ἐλλείπουσι παλαιὰ βιβλία· περιεβλήθησαν τὰ ἡμέτερα ὅπλα καὶ παρουσιάζονται ἰσχυροί, ῥίπτουσι καθ̉ ἡμῶν τὰ ἡμέτερα βέλη»8.
Ὁ Κύριλλος θέλοντας νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἀνάγκη προσπάθησε καὶ κατόρθωσε νὰ ἱδρύσει τυπογραφεῖο στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν λειτουργία τοῦ ὁποίου ἀνέθεσε στὸν λόγιο Κεφαλλῆνα Μοναχὸ Νικόδημο Μεταξᾶ. Τὰ μηχανήματα ἔφτασαν ἀπὸ τὴν Ἀγγλία στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Ἰούνιο τοῦ 1627, ἐγκαταστάθηκαν σὲ οἴκημα δίπλα στὴν Ἀγγλικὴ Πρεσβεία καὶ ἀμέσως ἄρχισε ἡ λειτουργία τοῦ τυπογραφείου. Τὸ πρῶτο βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε ἦταν ἀντιπαπικοῦ περιεχομένου καὶ περιλάμβανε πραγματεῖες κατὰ τοῦ παπισμοῦ τῶν διαπρεπεστέρων Ὀρθοδόξων Θεολόγων. Ἡ λειτουργία τοῦ τυπογραφείου καὶ ἡ ἔκδοση τοῦ πρώτου βιβλίου προκάλεσαν ἔκπληξη στοὺς Ἱησουΐτες, οἱ ὁποῖοι εἶδαν νὰ ματαιώνονται τὰ σχέδια τους. Ὅταν ἐπιπλέον ἔμαθαν ὅτι ὁ Κύριλλος εἶχε δώσει γιὰ ἐκτύπωση Ἔκθεση Ὀρθοδόξου Πίστεως κατασυκοφάντησαν τὸν Νικόδημο Μεταξᾶ στὶς ὀθωμανικὲς ἀρχὲς ὅτι εἶναι μεταμφιεσμένος στρατιώτης, ἐπιτήδειος στὰ πολεμικὰ ἔργα, ὅτι τὸ λεγόμενο τυπογραφεῖο εἶναι χυτήριο ὅπλων καὶ κίβδηλων νομισμάτων, ὅτι ἔγινε σὲ αὐτὸ ἐκτύπωση ἐπαναστατικῶν ἐντύπων καὶ τὸ σπουδαιότερο ὅτι ἐκδίδει βιβλία ἐναντίον τῆς Ὀθωμανικῆς θρησκείας. Προτοῦ ἐξεταστεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν κατηγοριῶν ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχές, στίς 6 Ἰανουαρίου 1628, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πατριάρχης τελοῦσε τὸν Ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, 150 γενίτσαροι ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἰησουΐτες κατέστρεψαν τὸ τυπογραφεῖο. Ἡ ὑπόθεση ἐξετάστηκε τὴν ἑπομένη, ἀποκαλύφτηκαν οἱ συκοφαντίες καὶ ἐξορίστηκαν ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη οἱ Ἰησουΐτες, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀπαίτηση τῶν Πρεσβειῶν Ἀγγλίας, Ὁλλανδίας, Σουηδίας καὶ Ἑνετίας, ἡ προσπάθεια ὅμως τοῦ Πατριάρχου, πάνω στὴν ὁποία στήριζε πολλὲς ἐλπίδες, ματαιώθηκε.
Μετὰ τὶς συνεχεῖς ἀποτυχίες νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Κύριλλος συνεδρίασε καὶ πάλι ἡ Προπαγάνδα στὶς 25 Ἰουλίου 1628, ὑπὸ τὴν προεδρεία τοῦ ἴδιου τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἐπιδοκίμασε τὶς προηγούμενες ἀποφάσεις καὶ συνέστησε νὰ μὴν ὑπολογίσουν δαπάνες, ὅσο μεγάλες καὶ ἄν χρειαστεῖ νὰ εἶναι αὐτές, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπιδιωκόμενη καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Πρότεινε μάλιστα ὡς πιὸ σύντομο καὶ ἀκίνδυνο τρόπο νὰ χρηματιστοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου καὶ οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ προχωρήσουν στὴν καθαίρεση καὶ σύλληψη τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια θὰ μεταφερόταν στὴ Μάλτα γιὰ νὰ δικαστεῖ ἀπὸ τὸ ἐκεῖ τμῆμα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Προπαγάνδας τέθηκαν σὲ ἄμεση ἐφαρμογὴ καὶ δόθηκαν διαταγὲς καὶ ὁδηγίες στὸν Παπικὸ ἀντιπρόσωπο στὴν Κωνσταντινούπολη Ἄγγελο Peticca καὶ στοὺς Πρεσβευτὲς τῆς Γαλλίας Φίλιππο Gesy καὶ τῆς Αὐστρίας Ροδόλφο Schmidt. Ἔκτοτε ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἀκολούθησε σημείωσε τὰ διάφορα στάδια τῆς ἐκτέλεσής τοῦ ἀποφασιθέντος στὴ Ρώμη σχεδίου γιὰ τὴν ἐξόντωση τοῦ Πατριάρχου.
Τὸ 1628 ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπεσταλμένος τῶν Καλβινιστῶν τῆς Γενεύης, ὁ «ἀρμινιανός» θεολόγος Ἀντώνιος Leger, ὡς πάστορας καὶ σύμβουλος τῆς Ὁλλανδικῆς Πρεσβείας. Αὐτός, μαζὶ μὲ τὸν Ὁλλανδὸ πρεσβευτὴ Κορνήλιο Haga, «ἀπέβησαν οἱ κακοὶ δαίμονες τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως», γιατὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὴν φιλία καὶ τήν δύσκολη θέση τοῦ Πατριάρχου προσπάθησαν μὲ διάφορα μέσα νὰ διαδώσουν τὶς Προτεσταντικὲς ἰδέες. Οἱ ἐνέργειές τους δημιούργησαν σύγχυση στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους, ἡ ὁποία ἔγινε μεγαλύτερη ὅταν οἱ Καλβινιστὲς τῆς Γενεύης τὸ Μάρτιο τοῦ 1629 δημοσίευσαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίλλου καὶ τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Γερασίμου καὶ Ἱεροσολύμων Θεοφάνους τὴν λεγόμενη Λουκάρειο Ὁμολογία.
Ἡ ἔκδοση τῆς ψευδεπίγραφης Ὁμολογίας ἀναστάτωσε τὰ πνεύματα. Οἱ Ἰησουΐτες, οἱ ὁποῖοι ἔψαχναν εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐξοντώσουν τὸν Κύριλλο, ἐκμεταλεύτηκαν τὸ γεγονὸς καὶ προσπάθησαν πραξικοπηματικὰ νὰ καθαιρέσουν τὸν Κύριλλο καὶ νὰ ἀναδείξουν Πατριάρχη τὸν Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Ἰσαὰκ, ἀλλὰ ἀπέτυχαν τοῦ σκοποῦ τους. Οἱ Ἀρχιερεῖς στάθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Πατριάρχου καὶ ὁ Ἱεροσολύμως Θεοφάνης ἀποκρούοντας τὶς διαδόσεις τῶν Ἰησουϊτῶν διακήρυξε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίλλου, καὶ ἀπάντησε στὶς κατηγορίες γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς Προτεστάντες, γράφοντας: «Ἁπλῶς εἰπεῖν μήτε Πατριάρχῃ μήτε ἄλλῳ τινί τῶν γραικῶν κοινωνία πίστεως λουτήροις ἢ καλβίνοις πεφανέρωται, καίπερ πολλάκις τοῖς ἐνταῦθα πρέσβεσιν, οἷα καὶ ἄλλοις πολλοῖς χρώμαθα φίλοις, τοῦ καιροῦ οὕτως ἀπαιτοῦντος»9. Δυστυχῶς οἱ περιστάσεις τῶν καιρῶν δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ἔγγραφη ἀποκήρυξη τῆς Ὁμολογίας, ἂν καὶ ὁ Κύριλλος τὴν ἀποκήρυξε μὲ ὅρκο, σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1672, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία του ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Οὐδέποτε ὡς καλουϊνόφρων ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐγνώσθη Κύριλλος... Ἀλεξανδρείας γὰρ Πάπας μετὰ Μελέτιον γεγονὼς καὶ ψήφῳ κοινῇ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Κλήρου εἰς τὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνον μετατεθείς, οὔτε ἐν συνόδῳ, οὔτε ἐν Ἐκκλησίᾳ, οὔτε ἐν οἴκῳ ὀρθοδόξου τινός καὶ τέλος εὶπεῖν οὔτε κοινῶς, οὔτε κατ̉ ἰδίαν εἶπεν ἢ ἐδίδαξέ τι ὁπωσοῦν, ἐξ ὧν ἐκεῖνον πρεσβεύειν οἱ ἐναντία φασίν»10.
Πράγματι ἡ ὅλη δράση καὶ πολιτεία τοῦ Κυρίλλου καὶ μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς ὁμολογίας, εἶχε τὰ γνωρίσματα τῆς ἀκραιφνοῦς καὶ ἀκαινοτομήτου Ὀρθοδοξίας. Ἐκήρυττε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα καὶ κατὰ τοῦ παπισμοῦ καὶ κατὰ τοῦ προτεσταντισμοῦ, καὶ κοσμοῦσε τὸ Πατριαρχεῖο μὲ ἅγιες εἰκόνες, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ Πατριάρχου Θεοφάνους. Εὐλαβοῦνταν ὑπερβολικὰ τὴν Θεοτόκο καὶ ἀναφερόταν στὸ πρόσωπό της προφορικὰ ἢ γραπτὰ πάντοτε μὲ τὴν φράση «Ἡ Ὑπεραγία μου Θεοτόκος». Τιμοῦσε τοὺς Ἁγίους, στὴν χορεία τῶν ὁποίων κατέταξε μὲ ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ Πράξη τοὺς Ὁσίους Γεράσιμο τὸν ἐν Κεφαλληνίᾳ καὶ Ἰωάννη τὸν Ἐρημίτη. Σεβόταν καὶ προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες, κατακρίνοντας καὶ ἀναθεματίζοντας ἐκεῖνους ποὺ φρονοῦσαν ἀντίθετα, συνιστοῦσε τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, τὸ ὁποῖο τελοῦσε ὁ ἴδιος προσωπικά, καὶ δίδασκε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἐνδεικτικὴ γιὰ τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Κυρίλλου εἶναι ἡ ἀπάντησή του πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Τρανσυλβανίας Γαβριὴλ (Gabrol) Bethlen (2 Σεπτεμβρίου 1629), ὁ ὁποῖος ζήτησε τὴν σιωπηλὴ συγκατάθεσή του γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸν προτεσταντισμὸ ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν ἐπικράτεια του καὶ νὰ τὸν ἐπιβάλλει στοὺς Ὀρθοδόξους Βλάχους. Ὁ Κύριλλος μὲ βαθειὰ συναίσθηση τοῦ πατριαρχικοῦ ἀξιώματός του καὶ τῆς εὐθύνης του ἀπέναντι στὸν Θεὸ ἀποκρούει τὶς προτάσεις τοῦ ἡγεμόνα γιὰ προδοτικὴ συγκατάθεση, ἔστω καὶ σιωπηλή, στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ προτεσταντισμοῦ στὴν Τρανσυλβανία. Ἀπαντώντας στὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἡγεμόνα γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι ὁ προτεσταντισμὸς βρίσκεται στὴν πλάνη καὶ ἡ διδασκαλία του «διαφέρει ἐν τοῖς οὐσιώδεσι τῆς πίστεως, ἣν ὁμολογεῖ ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία» καὶ διατείνεται ὅτι εἶναι προτιμώτερον νὰ μείνουν οἱ Βλάχοι «ἄθρησκοι», ὅπως τοὺς χαρακτηρίζει ὁ Bethlen, παρὰ νὰ γίνουν προτεστάντες.
Στὸν ἀγῶνα τῶν Ἰησουϊτῶν ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου ἐμφανίζεται σύμμαχος τὸ 1632 ὁ Κύριλλος Κονταρῆς, «ἄνθρωπος ὠμὸς καὶ θρασὺς καὶ τῆς ἰησουϊτικῆς κακουργίας δεξιώτατον ὄργανον». Ὁ Κονταρῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Βέροια, σπούδασε στὴν ἰησουϊτικὴ σχολὴ τοῦ Γαλατᾶ ἔχοντας δάσκαλο τὸν Διονύσιο Guillier, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὁποίου ἐξελίχθηκε σὲ ἔνθερμο θιασώτη τοῦ παπισμοῦ καὶ ἐχθρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ δασκάλου του κατόρθωσε νὰ γίνει Μητροπολίτης Βερροίας ἐπὶ Πατριάρχου Τιμοθέου.
Τὸ 1632 ὁ Κονταρῆς ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἄρχισε νὰ συκοφαντεῖ τὸν Πατριάρχη καὶ νὰ διαδίδει στοὺς κυβερνητικοὺς κύκλους ὅτι βρισκόταν σὲ μυστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Σουηδοὺς καὶ τοὺς Κοζάκους καὶ συνομωτοῦσε κατὰ τοῦ τουρκικοῦ κράτους. Σὲ συννενόηση μὲ τοὺς Πρεσβευτὲς τῶν λατινικῶν δυνάμεων ζητοῦσε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸ ποσό τῶν ἑκατὸ χιλιάδων ταλλήρων γιὰ νὰ καταλάβει τὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1633, κατόρθωσε μὲ τὴν βοήθεια τῶν Ἰησουϊτῶν νὰ ἀπομακρύνει τὸν Κύριλλο καὶ νὰ καταλάβει τὸν Θρόνο. Ἡ πατριαρχεία του ὅμως εἶχε διάρκεια μόνο ἑπτὰ ἡμερῶν γιατὶ μὲ τὶς ἐνέργειές του προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι τὸν καθαίρεσαν καὶ ἐπανέφεραν στὸν Θρόνο τὸν Κύριλλο. Ὁ Κονταρῆς ἐξορίστηκε στὴν Τένεδο καὶ οἱ ἰησουΐτες ἔχασαν προσωρινὰ τὸ σπουδαιότερο ὄργανο τους στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Κυρίλλου.
Λατίνοι καὶ λατινόφρονες δὲν σταμάτησαν οὔτε στιγμὴ νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Κυρίλλου. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ στοὺς τούρκους κατόρθωσαν στὶς 7 Μαρτίου τοῦ 1634 νὰ τὸν ἐξορίσουν στὴν Τένεδο καὶ νὰ άνεβάσουν στὸν Θρόνο τὸν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ἀθανάσιο Πατελλάρο. Ἡ παρανομία ὅμως δὲν εἶχε μεγάλη διάρκεια γιατὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἀπομακρύνθηκε ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἐπανῆλθε θριαμβευτικὰ στὸ Θρόνο ὁ κανονικὸς Πατριάρχης Κύριλλος.
Ἡ συνεχεῖς ἀποτυχίες τῶν παπικῶν νὰ ἀπομακρύνουν τὸν Κύριλλο καὶ νὰ ἐγκαταστήσουν Πατριάρχη τῆς ἀρεσκείας τους δὲν τοὺς ἀπογοήτευσαν, ἀντίθετα τοὺς ἔκαναν σκληρότερους στὴν πολεμική τους καὶ ἐφερευτικώτερους στὶς μεθοδεύσεις τους. Ἡ ψευδεπίγραφος ὁμολογία ἀποτελοῦσε τὸ βασικώτερο ὅπλο τους καὶ γιὰ νὰ ἀπαντήσει ὁ Κύριλλος στὶς κατηγορίες τους ἔγραψε ἀπολογητικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἀδελφότητα τῆς Λεοντοπόλεως, τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς νοτιοδυτικῆς Ρωσίας, μὲ τὴν ὁποία ἀποκήρυξε τὸν καλβινισμό, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἔμμεση ἀποκήρυξη τῆς καλβινίζουσας ὁμολογίας. Πάλι, τὸ Μάρτιο τοῦ 1635, οἱ Ἰησουΐτες κινήθηκαν κατὰ τοῦ Κυρίλλου καὶ δίνοντας ἄφθονα χρήματα κατόρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπομάκρυνση του καὶ τὴν ἄνοδο στὸ Θρόνο τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος συνέλαβε καὶ περιόρισε τὸν γέροντα πλέον Πατριάρχη.
Σύμφωνα μὲ ἔγγραφο τοῦ Αὐστριακοῦ Πρεσβευτὴ Schmidt ὁ Κονταρῆς καὶ ἡ συμμορία του σκεφτόταν νὰ τυφλώσουν ἢ νὰ δηλητηριάσουν τὸν Κύριλλο. Ὁ Schmidt σκέφτηκε νὰ τὸν κρατήσει φυλακισμένο στὴν αὐστριακὴ πρεσβεία ἀλλὰ φοβήθηκε μήπως οἱ φωνὲς του τραβήξουν τὴν προσοχὴ τῶν Ἑλλήνων γειτόνων. Μέ πρόταση τοῦ πρεσβευτή ἀποφασίστηκε νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Προπαγάνδας καὶ νὰ ναυλωθεῖ πλοῖο μὲ ἔμπιστο πλήρωμα στὸ ὁποῖο θὰ ἐπιβιβαζόταν ὁ Πατριάρχης γιὰ νὰ μεταφερθεῖ δῆθεν ἐξόριστος στὴν Ρόδο. Ὁ πλοίαρχος εἶχε ἐντολὴ νὰ προσεγγίσει τὸ πρῶτο πειρατικὸ πλοῖο ποὺ θὰ συναντοῦσε, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἐγγράφων τῆς αὐστριακῆς πρεσβείας θὰ παρέδιδε τὸν Κύριλλο γιὰ νὰ μεταφερθεῖ στὴν Μάλτα. Στὴν Κωνσταντινούπολη θὰ κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι Μελιταῖοι αἰχμαλώτισαν τὸ πλοῖο στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Πατριάρχης, καὶ ὅτι τὸν μετέφεραν στὸ νησί τους.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς διαπραγματεύσεις καὶ ἀναβολὲς βρέθηκε τὸ πλοῖο καὶ τὸ πλήρωμα καὶ δόθηκαν τὰ ἔγγραφα τῆς αὐστριακῆς Πρεσβείας στὸν Μητροπολίτη ὁ ὁποῖος θὰ συνόδευε τὸν αἰχμάλωτο Πατριάρχη· ἀλλὰ ἡ ὁλλανδικὴ Πρεσβεία κατόρθωσε μὲ κατάσκοπο νὰ μάθει τὰ τεκταινόμενα. Τὸ πλήρωμα ἐξαγοράστηκε καὶ ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὴν Χῖο, ὅπου βρισκόταν ὁ διοικητὴς τῆς Ρόδου Μπεκὴρ Πασᾶς, φίλος τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του στὴ Ρόδο, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὰ μέσα τοῦ 1636, ὁπότε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε ὁ Κονταρῆς καθαιρέθηκε, ὕστερα ἀπὸ ἐξέγερση τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν προκρίτων, καὶ ἐξορίστηκε στήν Ρόδο. Πατριάρχης ἐξελέγη ὁ Νεόφυτος ὁ Γ’.
Ἡ Ρώμη παρακολουθοῦσε μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τὰ συμβαίνοντα στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε συνεχεῖς ἐνημερώσεις ἀπὸ τὸν αὐστριακὸ Πρεσβευτή. Τὸ Ἰούνιο τοῦ 1636 ὁ Πάπας Οὐρβανὸς ὁ Η’ κάλεσε ἐκ νέου εἰδικὴ σύσκεψη στὴ Ρώμη γιὰ νὰ ἀποφασιστεῖ μὲ ποιό τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ὁριστικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ Κυρίλλου καὶ τῶν ὁμοφρόνων του.
Τὸ Μάρτιο τοῦ 1637 ὁ Πατριάρχης Νεόφυτος παραιτήθηκε καὶ στὸν Θρόνο ἐπέστρεψε καὶ πάλι ὁ Κύριλλος. Βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ μποροῦσαν οἱ πολέμιοι του νὰ περιμένουν τὴν φυσικό θάνατό του γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὰ σχέδια τους. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ μάχεται κατὰ τοῦ παπισμοῦ, οἱ Ἰησουΐτες πείστηκαν ὅτι ἦταν ἀκατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» καὶ γι̉ αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιδιωχθεῖ μὲ κάθε μέσο ὁ θάνατός του.
Πρόθυμο ὄργανο τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τῆς ῥωμαϊκῆς προπαγάνδας βρέθηκε καὶ πάλι ὁ Κύριλλος Κονταρῆς. Δραπέτευσε ἀπὸ τὴν Τένεδο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ Ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ προφυλάξουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ νέες ταραχὲς τὸν συνάντησαν καὶ τοῦ πρότειναν νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ νὰ πάρει κάποια Ἐπαρχία, ὥστε νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ ἀφήσει τὶς δολοπλοκίες. Ἐκεῖνος ὅμως γνωρίζοντας ὅτι στὴν Ρώμη εἶχε ἤδη ἀποφασιστεῖ ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχου ἀρνήθηκε καὶ ἔστερξε νὰ ὑπογράψει λατινικὴ ὁμολογία πίστεως καὶ νὰ ὑποσχεθεῖ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στὸν Πάπα, μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι μόλις ἔπαιρνε τὸν Θρόνο καὶ ἐξαφάνιζε τὸν Κύριλλο θὰ ἔπαιρνε ὡς ἀμοιβὴ ἀπὸ τῆν Προπαγάνδα τὸ ποσὸν τῶν 4000 ταλήρων.
Οἱ ἐνέργειες τῶν ἐχθρῶν τοῦ Πατριάρχη ἀπέδωσαν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προσδοκοῦσαν. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1638 ὁ Schmidt ποὺ βρισκόταν σὲ διαρκὴ συννενόηση μὲ τὴν Προπαγάνδα κατόρθωσε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Κύριλλο ἀπὸ τὸν Θρόνο προβάλλοντας τὴν κατηγορία στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς ὅτι προετοιμάζει ἐπίθεση τῶν Ρώσων κατὰ τῆς Κωνστινουπόλεως καὶ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων.Ὁ Σουλτάνος Μουρὰτ ποὺ βρισκόταν στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Βαγδάτης ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες καὶ μὲ τὴν εἰσήγηση τοῦ Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊρὰμ πασᾶ διέταξε νά συλληφθεῖ καὶ νὰ θανατωθεῖ ὁ Πατριάρχης.
Ὁ Κύριλλος συνελήφθη ἀπὸ ἀπόσπασμα τζαούσιδων (χωροφυλάκων) μὲ ἐπικεφαλῆς κάποιον Ἀχμὲτ ἀγᾶ στίς 22 Ιουνίου καὶ ὁδηγήθηκε στὸ φρούριο Ρούμελι Χισάρ, ὅπου φυλακίστηκε. Ὁ ἴδιος ἀγνοοῦσε τὸ περιεχόμενο τῆς σουλτανικῆς διαταγῆς. Στίς 27 Ἰουνίου 1638 ἔφτασαν στὸ φρούριο 15 Γενίτσαροι καὶ ἄλλοι ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν καὶ τὸν ἐπιβίβασαν σὲ ἕνα πλοιάριο. Στὴν ἐρώτησή του γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐπιβιβάσεως τοῦ ἀπάντησαν ὅτι θά ὁδηγηθεῖ στὴν ἐξορία καὶ ὅτι τὸ πλοῖο ποὺ θὰ τὸν μεταφέρει περιμένει στὴν παραλία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου γιὰ νὰ τὸν μεταφέρει στὸ μέρος ποὺ ἔχει ὁριστεῖ. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ καὶ εἶδε ὁ Πατριάρχης ὅτι δὲν περίμενε κάποιο πλοῖο, ὅπως εἶχαν πεῖ οἱ Γενίτσαροι, κατάλαβε ὅτι εἶχε ἀποφασιστεῖ ὁ μαρτυρικός του θάνατος. Γονάτισε καὶ μὲ δάκρυα προσευχόταν στὸν Θεό. Ὁ ἥλιος βρισκόταν στὴν δύση του καὶ μόλις ἄρχιζε ἡ νύκτα τὸν ἐπεβίβασαν στὴν παραλία καὶ τὸν στραγγάλισαν μὲ σχοινί.
Ὁ λαὸς πληροφορήθηκε τὴν ἑπομένη τὸ γεγονὸς, ὅταν οἱ Γενίτσαροι θέλησαν νὰ ἐκποιήσουν στὴν ἀγορὰ τὰ ἐνδύματα καὶ τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ Πατριάρχου, καὶ ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ὅμως προσποιήθηκε ὅτι δὲν εἶχε γνώση τῶν πραγμάτων. Κάποιοι ἐπισκέφτηκαν τὸν Καϊμακάμη τῆς Πόλεως καὶ τοῦ πρόσφεραν χρήματα γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὸ σῶμα τοῦ Πατριάρχου, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τὸ σῶμά του τάφηκε πρόχειρα στὴν παραλία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου ἀλλὰ μετὰ τρεῖς μέρες ἦρθαν ἄνθρωποι τοῦ Κονταρῆ, τὸ ξέθαψαν καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Βρέθηκε ὅμως ἀπὸ κάποιους ἁλιεῖς, ἤ σύμφωνα μὲ ἄλλους, ἀπὸ Χριστιανοὺς ποῦ τὸ ἀναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφὰ καὶ ἐνταφιάστηκε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, στὴν ὁμώνυμη νησίδα τοῦ κόλπου τῆς Νικομηδείας.
Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, τὸ 1641, ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Παρθένιος ὁ Α’ ὁ Γέρων (1639-1644), φίλος καὶ ὁμόφρων τοῦ Μάρτυρος Πατριάρχου, ἐμερίμνησε γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν λειψάνων του στὸ Πατριαρχεῖο, καὶ ἀφοῦ «ἔψαλλεν αὐτά» ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν στὴ Μονὴ Παναγίας Καμαριωτίσσης τῆς Χάλκης, ὅπου εἶχε ταφεῖ καὶ ὁ προκάτοχος τοῦ Κυρίλλου Τιμόθεος ὁ Β’, τὸ 1620, καὶ νὰ τοποθετηθοῦν στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀπὸ τὴν Μονὴ Καμαριωτίσσης μετακομίστηκαν στὸ Πατριαρχικὸ Σκευοφυλάκιο καὶ τὸ 1975 ἀποδόθηκαν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγκαράθου, τὸ Μοναστήρι τοῦ μεγάλου Ἱερομάρτυρος Πατριάρχου, ὅπου βρίσκονται σήμερα.
Ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀπέβη σωτήρια γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ παρουσία του ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὰ πράγματα ὡς ἔργο τῆς θείας Πρόνοιας. Ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔδωσε γι̉ αὐτὴν ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους καὶ θυσιάζοντας τὴν ἴδια τὴν ζωή του. Αὐτὸς μόνος, σὰν ἄλλος Ἄτλας, βάσταξε στοὺς ὤμους του τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος, πολεμούμενος ἀπὸ ξένους καὶ ἡμετέρους, σὲ ἐποχὴ δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες τῆς ἐποχῆς, οἱ παπικὲς βλέψεις στὴν Ἀνατολή, οἱ προσδοκίες τῶν Προτεσταντῶν ποὺ δὲν δικαιώθηκαν, εἶχαν σὰν ἀποτέλεσμα, νὰ γνωρίσει καθ̉ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχικῆς διακονίας του τὸν πόλεμο καὶ τὴν συκοφαντία στὶς πιὸ ἰταμὲς ἐκφράσεις τους. Κράτησε ὅμως σταθερὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πηδάλιο, χωρὶς φόβο γιὰ τὴν τρικυμία ποὺ ἔβλεπε νὰ μαίνεται γύρω του καὶ δὲν ἀπόκαμε μέχρι τὴν ὥρα τοῦ στραγγαλισμοῦ του ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς Γενιτσάρους.
Ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τὸν χαρακτηρίζει «ἄνδρα πεπαιδευμένον ἐν παιδείᾳ καὶ ἀρετῇ»11 ἐνῶ ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ἀναγράφει μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν μέριμνα του γιὰ τὰ δίκαια τοῦ Θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων: «Ἐβοήθησε δὲ τῷ Θρόνῳ τῆς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ χρέους ὁ Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος κατὰ δύο τρόπους, ἕνα μὲν διδάξας ἔν τε τῇ Κωνσταντινουπόλει καὶ τῷ Γαλατᾷ, παρεκίνησε τοὺς Χριστιανοὺς σφόδρα, καὶ ἐβοήθησαν οἱ φιλόχριστοι ἱκανῶς· δεύτερον δὲ ὅτι προσκαλεσάμενος εἰς τὸ Πατριαρχεῖον
ἄρχοντας καὶ ἀρχομένους καὶ τοὺς ξένους ναυάρχους καὶ ποιήσας κατάστιχον, ἤθροισε πολύ τε χρῆμα ἐλέους»12. Ὁ Δοσίθεος σὲ ἄλλο σημεῖο ἀναφερόμενος στὰ φρονήματα τοῦ Κυρίλλου γράφει: «Κύριλλος ὁ Λούκαρις πατριαρχεύσας ὡς Ὀρθόδοξος, ὡς καὶ πρότερον, καὶ ἀπέθανεν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὀρθόδοξος»13, ἐνῶ ὁ μεγάλος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλὸς συνέγραψε τὸν βίο καὶ τὴν Ἀκολουθία14 του ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς Ἅγιο καὶ Μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο διώχθηκε καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Κονταρῆ καὶ τὴν συμμορία του.
Ὁ Μ. Ρενιέρης στήν βιογραφία τοῦ Κυρίλλου ποὺ δημοσίευσε ἀποφαίνεται χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ Πατριάρχου: «Ὁ Κύριλλος Λούκαρις ἦτο ἀνὴρ νουνεχὴς, δραστήριος καὶ πεπαιδευμένος. Φίλος ὢν τῶν γραμμάτων, εἰργάσθη ὑπὲρ τῆς διαδόσεως αὐτῶν, πρῶτος αὐτὸς συστήσας τυπογραφεῖον ἐν Κωνσταντινουπόλει. Διὰ τῆς παιδείας τοῦ κλήρου καὶ τῆς ἠθικῆς αὐτοῦ ἀναμορφώσεως ἐνόμιζεν ὅτι ἠδύνατο νὰ δοξασθῇ πάλιν ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία καὶ ν̉ ἀποκρούσῃ τοὺς τότε ἔτι φοβεροὺς ἐκ τῆς Ρώμης κινδύνους. Ἡ πάλη αὐτοῦ πρὸς τοὺς Ἰησουΐτας φέρει αὐτῷ μεγάλην τιμήν. Εἰς αὐτὸν ὀφείλεται, ὅτι ἀπεκρούσθη τότε ὁ παπισμὸς ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς»15.
Ὁ Κ. Σάθας ἀναφερόμενος στὴν ἀμφισβήτηση τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Κυρίλλου γράφει: «Ἡ εἰς τὸν Λούκαριν ὑπὸ τῶν παπιστῶν καὶ λουθηροκαλβίνων ἀποδιδομένη μομφή, εἶναι πλάσμα οἰκτρόν, τῶν μὲν ἵνα δικαιολογήσωσι τὸν κατὰ τοῦ φαεινοῦ τούτου τῆς Ὀρθοδοξίας ἀστέρος καταχθόνιον πόλεμον, τῶν δὲ ἵνα προσλάβῃ ἡ αἵρεσις τίτλον τινὰ ἐπισημότητος ὑπὸ τῆς πρεσβυτέρας τῶν Ἐκκλησιῶν δῆθεν ἀναγνωριζομένη. Θεοφάνης ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἀνεσκεύασεν ἐν Ρωσσίᾳ τῷ 1630 εἰς δεκαὲξ κεφάλαια τὰς κατὰ τοῦ Λουκάρεως συκοφαντίας, διακηρύττων ὅτι: «Ὁ οὖν σοφώτατος Πατριάρχης Κύριλλος, ὡς ἔπος εἰπεῖν, τοσοῦτον ἀπέχει αἱρέσεως, ὥστε καὶ θαρρούντως τολμᾶν λέγειν, ὡς αὐτός ἐστιν ὁ κατ̉ ἀλήθειαν ἀρχιερεὺς ἐν τοῖς νῦν, κατὰ Παῦλον, ὅσιος, ἄκακος, ἐλεήμων, εὐσεβὴς διδάσκαλος, καὶ τοῦ κατ̉ εὐσέβειαν πιστοῦ λόγου ἀντεχόμενος»16.
῍Αν καὶ συνοδικῶς17 ὁ Ἅγιος Κύριλλος δικαιώθηκε, ὅσον ἀφορᾶ τὰ Ὀρθόδοξα φρονήματά του, ἡ ἐναντίον του κριτικὴ δὲν σταμάτησε καὶ μεταγενέστερα18. Οἱ ἐπικριτὲς ἐπανέλαβαν πολλὲς φορὲς ὡς ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας του τὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τῶν παπικῶν, τῶν προτεσταντῶν καὶ τῶν ἐκ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου ἐχθρῶν του. Ἡ Πρᾶξις τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας1γιὰ τὴν ἀναγραφὴ τοῦ ὀνόματός του στὶς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου της ἀποκατέστησε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπό του καὶ σφράγισε μὲ τὴν ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση τὴν ἁγιότητά του ὡς προμάχου, Ὁμολογητοῦ καὶ Μάρτυρος τῆς Ἐκκλησίας.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1 Ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος ἀναφερόμενος στὴν καταγωγή του ἔγραφε πρὸς τοὺς κατηγόρους του: «ὑμεῖς οἴδατε ὅσον περίφημος κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν ἡ ἐμὴ πατρὶς καὶ ὅτι οὐ στάνος καὶ φραντζήλα, γένος μικτὸν καὶ ἄνθρωποι βάρβαροι, νόθοι καὶ δοῦλοι καὶ ἄδηλοι οἱ ἐμοὶ γονεῖς, ἀλλ̉ ἕλληνες εὐσχήμονες, ἐλεύθεροι ἔν τε τῇ πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περίβλεπτοι». E. Legrand, Bibliographie hellenigue [XVII siècle] IV, 279.
2 Τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του «παπᾶ Στεφανῆς» τὸ πληροφορούμαστε ἀπὸ ἕνα ὑβριστικὸ ἐπίγραμμα τοῦ Καθολικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νάξου Νικηφόρου Μελισσηνοῦ τοῦ κρητός. E. Legrand, Bibliographie hellenigue [XVII siècle] IV, 475-476.
3 Ὁ Κύριλλος μὲ εὐγνωμοσύνη θυμόταν πάντα τὸν δάσκαλό του Μελέτιο τὸν Βλαστό. Σὲ μία ὰπὸ τὶς ἐπιστολές του ἔγραφε πρὸς αὐτόν: «Σὲ μόνον οἶδα πηγὴν τῶν σολομοντείων φρεάτων, δαψιλῶς δυνάμενον τοῖς διψῶσι παρέχειν ὕδωρ ζῶν καὶ ἁλόμενον εἰς ὠφέλειαν ψυχικήν... Ἄξιος εἶ τῆς τῶν πάντων ἀγάπης, Μελέτιε λογιώτατε, τῆς ἡμετέρας μάλιστα καὶ διὰ τὸ παιδαγωγῆσαί ποτε ἡμᾶς εἰς τὴν ἡμετέραν νεότητα». E. Legrand, Bibliographie hellenigue [XVII siècle] IV, 267.
4Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος πρὸς τὸν Κύριλλο: «Μεγάλας ἐγὼ τὰς ἐλπίδας περὶ σοῦ κέκτημαι, τὸ μὲν ὅτι κατ̉ ἴχνος τοῖς πατράσιν ἀκολουθήσεις, βίῳ καὶ θεωρίᾳ κοσμηθείσῃ, συναγωνιζόμενος τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι... Τί γὰρ οὐκ ἐλπιστέον παρ̉ ἀνδρὸς τηλικούτου; Περιφανῶν γονέων σε παῖδα οὐχ ἡ τύχη, ἀλλ̉ ὁ Θεὸς ἔφυσε, θρέμμα δὲ Ἀρχιερέων ἐπ̉ ἀρετῇ καὶ βίου λαμπρότητι καὶ σπουδῇ πάσῃ καὶ λόγων ἰδέαις βεβοημένων· ἐνεκέντρισε δὲ θρόνῳ ἀποστολικῷ, τῷ τῶν Ἀλεξανδρέων δηλαδή, καὶ διὰ χειρῶν τῶν ἐμῶν, ἀλλὰ καὶ ἐν καιροῖς πᾶσαν γλῶσσαν ὑπερβαίνουσιν τῆς ἀνάγκης καὶ χρείας ἀφθονίᾳ... Ἐμὲ δέ τὰ κατὰ σὲ σκοποῦντα ἐπιμελέστερον εὐέλπιδα τίθησιν ἐπὶ πᾶσιν ἐκείνοις τὸ ἤδη σε ἄρξασθαι περιφανῶς ἀρετῆς ἀντιποιεῖσθαι καὶ βίον καὶ λόγον διαφερόντως λαμπρῶς. Ταῦτά μοι αἴσιος γίνεται οἰωνὸς τὴς ἀρχῆς ἔσεσθαι κατάλληλον τὸ τέλος... Μὴ ἀποκάμῃς τρέχων καὶ πυκτεύων καὶ ἀγωνιζόμενος ἕως τῶν βραβείων εὐμοιρήσεις». E. Legrand, Bibliographie hellenigue [XVII siècle] IV, 215.
5 Στὴ νοτιοδυτικὴ Ρωσία καὶ τὴν Πολωνία οἱ Ἰησουΐτες μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πέτρο Σκάργα κατόρθωσαν τότε νὰ προσκελκύσουν τοὺς Ρώσους Ἐπισκόπους στὴν ἰδέα τῆς ἑνώσεως μὲ τὴν μέθοδο τῆς οὐνίας, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ ἀναγνώριζαν μόνο τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ θὰ κρατοῦσαν ἀνόθευτα τὰ δόγματα, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας τους. Τὸ κίνημα τῶν ἀποστατῶν Ἐπισκόπων προκάλεσε μεγάλη ταραχὴ καὶ ἐπίμονα ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νὰ βοηθήσουν ὥστε νὰ ἀποσοβηθεῖ ἡ παραπλάνηση καὶ ἀποστασία τοῦ λαοῦ.
6 Στὰ γεγονότα ἀναφέρεται σὲ ἐπιστολή του ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος. Γράφει: «Ἐπιστατοῦντος αὐτοῦ (τοῦ Κυρίλλου δηλαδή) Τιμόθεος ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ Παΐσιος Θεσσαλονίκης καὶ Τιμόθεος Λαρίσης καὶ Γερμανὸς ὁ πρῴην Μονεμβασίας διά τινας κρυφὰς αἰτίας, τὴν εἴσοδον τοῦ Ἀλεξανδρείας εἰς τὸ Πατριαρχεῖον πτοηθέντες, ἐφατρίασαν, ἑλκύσαντες καὶ ἄλλους μετὰ πονηρίας καὶ ἀπάτης καὶ χρήματα πολλὰ τοῖς ἄρχουσιν ὑποσχεθέντες ὥστε λαβεῖν τὸ Πατριαρχεῖον, ἐπανέβασαν δὲ τὸ πεσκέσιον χιλιάδας χρυσίνων ὀκτὼ καὶ τὸ χαράτζιον τοῖς τρισὶν ἓν προσέθεσαν μέρος, ὁ δὲ βασιλικὸς ἐπίτροπος καὶ ἄλλοι ἄρχοντες γνόντες τὴν ἐκείνων ραδουργίαν οὐκ ἔστερξαν πρὸ τοῦ ἐρωτηθῆναι τὸν Ἀλεξανδρείας, εὶ καὶ αὐτὸς στέργει τὴν ἐπανάβασιν· οὕτω γὰρ αὐτῷ καὶ οὐχ ἑτέρῳ τὸ Πατριαρχεῖον ἐπίκοιτο· εἰς δὲ τὴν τούτου σκέψιν καὶ διορίαν παρέσχε ὁ βασιλικὸς ἐπίτροπος τῷ Ἀλεξανδρείας ἵν̉ ἴδῃ τὸ συμφερώτερον καὶ ἀποκριθῇ. Τότε οἱ συνωμόται φόβῳ συσχεθέντες προσέτρεξαν τῷ Ἀλεξανδρείας καὶ ἐδεήθησαν ἵν̉’ ἑκουσίως παραιτήσηται· ἦσαν γὰρ πλεῖστα χρήματα ἀνηλωκότες. Ὁ οὖν Ἀλεξανδρείας πῆ μὲν μὴ στέργων τὴν ἐπανάβασιν, πῆ δὲ τὰς συγχύσεις τὰς ψυχοβλαβεῖς ἀπεχθόμενος ἑτοίμως παρῃτήθη». E. Legrand, Bibliographie hellenigue [XVII siècle] IV, 269-270.
7 Ὁ Κύριλλος στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, άφοῦ άπαριθμεῖ καὶ καταδικάζει τὶς λατινικὲς κακοδιδασκαλίες, συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: «Ἐσεῖς Χριστιανοί μου σᾶς παρακαλῶ διὰ τὸν Κύριον καὶ διὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς σας νὰ φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς λύκους τούτους, ὁποῖοι καὶ ἂν εἶναι, καὶ τοῦοτν τὸν τόμον συχνὰ νὰ τὸν διαβάζητε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ γνωρίζητε τὰ κεφάλαια εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν νὰ σᾶς πολεμοῦν οἱ τοιοῦτοι, οἱ ὁποῖοι ὅλην τους τὴν ζωὴν δὲν ἔμαθαν ἄλλο, παρὰ πὼς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἐμᾶς νὰ ἐναντιοῦνται διὰ νὰ γίνεται πάλιν ἡ φθορὰ καὶ ἡ κακοσύνη εἰς τὸ γένος μας ἀπὸ Ρωμαίους, ἀλλ̉ ἂς στέκωμεν στερεοὶ κατὰ τὸ δυνατὸν μας καὶ παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ μὴν εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν διὰ τὴν πίστιν, ἀλλ̉ ὅταν εἶναι χρεία πολλὰ γλυκὺ εἶναι νὰ χύσῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ αἷμά του διὰ τὴν εὐσέβειάν του». Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν, Ἐξωτερικαὶ ἐπιδράσεις ἐπὶ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας κατὰ τὸν ιστ’ καὶ ιζ’ αἰῶνα, Ἐν Ἀθήναις 1937, σ. 8 ἑξ.
8Χρυσοστόμου. Παπαδοπούλου, Κύριλλος Λούκαρις, ἔκδοσις β’, Ἐν Ἀθήναις 1939. Σελ. 85
9Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Θεοφάνους Ἱεροσολύμων Ἐγκύκλιος κατὰ Λατίνων ἐπιστολή. «Ἱερὸς Σύνδεσμος» Ἀθηνῶν ΙΒ’ 1917, ἀριθμ. 282_288-289.
10 E. Kimmel, Monumenta fidei Ecclesiae Orientalis, I, 339 ἑξ. Ἰ. Μεσολωρᾶ, Συμβολικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τὰ Συμβολικὰ βιβλία, Ἐν Ἀθήναις 1893, σελ. 61.
11 Ἐκκλ. Ἱστορ. Τόμ. Γ’, Βιβλ. ΙΖ’, κεφ. Α’, παρ. 6.
12 Περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, Βιβλ. ΙΒ’, κεφ. Α’, παρ. 7.
13Περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, Βιβλ. ΙΑ’, κεφ. Ζ’.
14 Βλ. Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, Βίος καὶ ἔργον, Ἡ εἰς ἅγιον ἀνακήρυξις, Ἀσματικὴ Ἀκολουθία, Ἀθῆναι 1983, σελ. 29-32 καὶ 61.
15 Μάρκ. Ρενιέρη, Κύριλλος Λούκαρις ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, Ἀθῆναι 1859.
16 Κωνστ. Σάθα, Νεοελληνικὴ Φιλολογία, σελ. 246.
17«Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει συστᾶσα τῷ 1635 ἀνεθεμάτισε τὴν ψευδωνύμως ἐπ̉ ὀνόματι τοῦ Λουκάρεως ἐκδοθεῖσαν ὁμολογίαν τῆς πίστεως. Ταύτην δὲ (τὴν ἀπόφασιν) καὶ δι̉ ἄλλης Συνόδου, ἐν Ἰασίῳ συγκροτηθείσης ἐπεκύρωσεν ὕστερον καὶ Παρθένιος ὁ Γέρων. Ἀλλὰ καὶ Τρίτη Σύνοδος ἐν Ἱεροσολύμοις (Βηθλεὲμ) ἐπὶ Δοσιθέου συγκροτηθεῖσα (1672), ἀνεθεμάτισε τὸ ρηθὲν κακόδοξον βιβλιάριον καὶ τὸν Ψευδοκύριλλον, συνάγουσα δὲ διὰ τρανῶν ἀποδείξεων, ὅτι δὲν ὑπῆρξεν αὐτὸς ὁ τοῦ δυσσεβοῦς συντάγματος πατήρ, διεκήρυττεν ὅτι «Κύριλλον τοιοῦτον, καλβινόφρονα, οὐδέποτε ἐγνώρισε ἡ Ἐκκλησία». Γερ. Μαζαράκη, Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορὶαν τῆς ἐν Αἰγύπτῳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀλεξάνδρεια 1932, σελ. 235.
18 Ὁ καθ. Ἀδαμάντιος Διαμαντόπουλος στὴν μελέτη του «Ἡ δῆθεν «Ομολογία» Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως», ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε ὡς εἰσαγωγὴ στὴν μελέτη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου «Κύριλλος ὁ Λούκαρις» ἀποδεικνύει μὲ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα καὶ στοιχεῖα ὅτι ἡ ὁμολογία δὲν εἶναι ἔργο τοῦ Πατριάρχου. Βλ. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν, Κύριλλος ὁ Λούκαρις, ἔκδοσις Β’, Ἐν ἀθήναις 1939, σελ. θ’-λγ’.